κηρέλαιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A wax-oil, a kind of salve, Gal.6.445, 13.953.
German (Pape)
[Seite 1433] τό, Wachsöl, eine Salbe aus Oel und Wachs, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηρέλαιον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς ἐκ κηροῦ καὶ ἐλαίου, «κερόλαδον», Γαλ. τ. 13, σ. 832, κλ.
Greek Monolingual
κηρέλαιον, τὸ (Α)
αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλέλαιον, σησαμέλαιον].