κτίσιμο

From LSJ
Revision as of 18:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν])
ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο του παραθύρου θα κόψει το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- (πρβλ. -κτισ-α αόρ. του κτίζω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, λύσιμο)].