ἰχθύβοτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A fed on by fish, Opp.H.2.1, Epic.Oxy.213v.15.
German (Pape)
[Seite 1275] von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύβοτος: -ον, (τόπος) ἔνθα βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.
Greek Monolingual
ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, ιππόβοτος].