εὐσθενής

From LSJ
Revision as of 07:30, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσθενής Medium diacritics: εὐσθενής Low diacritics: ευσθενής Capitals: ΕΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eusthenḗs Transliteration B: eusthenēs Transliteration C: efsthenis Beta Code: eu)sqenh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋσθ-, ές, (σθένος) A stout, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. -ώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. -νῶς Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.

Greek Monolingual

εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)
1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος
2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»).
επίρρ...
εὐσθενῶς (ΑΜ)
με σθένος, με δύναμη
μσν.
φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. ασθενής, πολυσθενής].

Greek Monotonic

εὐσθενής: Επικ. -ἐϋ-σθ-, -ές (σθένος), ισχυρός, σθεναρός, ρωμαλέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σθένος
stout, lively, Anth.