κυκλόθεν
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Adv. A from all around, κ. ὁδὸς περίχει Lys.7.28, cf. Hp. Fract.33, Thphr.HP4.6.10 (dub.l.), etc.: c. gen., LXX 3 Ki.18.32, al., Apoc.4.3: c. dat., LXX 3 Ki.6.5: spelt κύκλωθεν, IPE12.175 (Olbia), and sometimes in codd., but this spelling is condemned by Theognost. Can. 156, and arose from a supposed connection with κύκλῳ.
German (Pape)
[Seite 1526] aus dem Kreise, von ringsherum; κ. ὁδὸς περιέχει Lys. 7, 28; Schol. Thuc. 7, 82 erkl. so πανταχόθεν; auch bei a. Sp. Über die von Theophr. an bei Sp. übliche Form κύκλωθεν s. Lob. zu Phryn. 9.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόθεν: Ἐπίρρ., γύρωθεν, «ὁλόγυρα», Λυσ. 110. 41, Ἱππ. Ἀγμ. 774, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10, κτλ.· μετὰ γεν., Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙΗ΄, 32, κ. ἀλλ.), Ἀποκάλ. δ΄, 3· συχνάκις μετὰ διαφ. γραφ. κύκλωθεν. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 9.
French (Bailly abrégé)
adv.
de tous les points d’alentour, tout autour.
Étymologie: κύκλος, -θεν.
English (Strong)
adverb from the same as κύκλῳ; from the circle, i.e. all around: (round) about.
English (Thayer)
(κύκλος (see κύκλῳ)), adverb round about, from all sides, all round: κυκλόθεν τίνος, in Lysias, p. 110,40 (olea sacr. 28); Qu. Smyrn. 5,16; Nonnus, Dionysius 36,325; the Sept. often for מִסָּבִיב, סָבִיב סָבִיב, and simply סָבִיב; many examples from the Apocrypha are given in Wahl, Claris Apocryphorum, etc., under the word.)
Greek Monolingual
κυκλόθεν (AM, Μ και κύκλοθε[ν])
επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω («κυκλόθεν δὲ ὁδὸς περιέχει», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. θεόθεν, πατρόθεν)].
Greek Monotonic
κυκλόθεν: επίρρ., από ολόγυρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κυκλόθεν:
I adv. кругом, вокруг (κ. ὁδὸς περιέχει Lys.).
II praep. cum gen. вокруг (ἶρις κ. τοῦ θρόνου NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλόθεν [κύκλος] adv., rondom; met gen.: κ. τοῦ θρόνου rondom de troon NT Apoc. 4.4.
Middle Liddell
from all around, NTest.
Chinese
原文音譯:kuklÒqen 去克羅田
詞類次數:副詞(4)
原文字根:四周圍 安置
字義溯源:周圍,四圍,圍著,圍繞,圍困,圍住;源自(κύκλῳ)=在圈內);而 (κύκλῳ)出自(κυκλόθεν)X*=循環,環)。
同義字:1) (κυκλόθεν)周圍 2) (κύκλῳ)在圈內 3) (πάντοθεν)四面 4) (πέριξ)四周
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編:
1) 周圍(3) 啓4:4; 啓4:8; 啓5:11;
2) 圍著(1) 啓4:3