ποικιλία

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλία Medium diacritics: ποικιλία Low diacritics: ποικιλία Capitals: ΠΟΙΚΙΛΙΑ
Transliteration A: poikilía Transliteration B: poikilia Transliteration C: poikilia Beta Code: poikili/a

English (LSJ)

ἡ, A marking with various colours, embroidering, Pl.R.373a,401a, cf. IG 12.338.24,48; tapestry, weaving, PTeb.703.93. 2 in plural, pieces of embroidery, γραφαὶ καὶ π. X.Mem.3.8.10. II being marked with various colours, striped, spotted, Arist.HA518b16, 564a26. 2 varied aspect, diversity, γινομένης π. ἐπὶ τῶν νοσημάτων Hp.Epid.1.8; of the stars, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Pl.R.529d; π. χρωμάτων Id.Phd. 110d; Σικελικὴν π. ὄψου Id.R.404d; ἔστι περὶ τὴν ἐργασίαν [τῶν μελιττῶν]… πολλὴ π. Arist.HA623b26, cf. 539a3; πραγμάτων Plb.9.22.10; τῆς πολιτείας Id.6.3.3. 3 in literary style, music, etc., variety, intricacy, ornamentation, αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Isoc.5.27, cf. D.H.Comp. 11,al.; ἡ π. τῆς λύρας Pl.Lg.812d; opp. μονῳδία, Plu.2.7b. 4 versatility, subtlety, mostly in bad sense, π. πραπίδων E.Fr.27(lyr.); ταῦτ' ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ ποικιλίας D.29.1: in Surgery, οὔτετομὴ οὔτε καῦσις οὔτε ἄλλη π. Hp.Art.62. 5 complexity of a subject, Sor. 1.2.

German (Pape)

[Seite 649] ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannichfaltigkeit; στίλβειν ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, Plat. Phaed. 110, d; τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ, Rep. VII, 529, d. ὄψων, III, 404 d; λύρας, Legg. VII. 812 d. Plat. verbindet ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία (Stickerei) καὶ οἰκοδομία. Rep. III, 401 a (vgl. ποικιλία τοῦ ῥαφιδευτοῦ, LXX.); καὶ ζωγραφία, II, 373 a; γρα φαὶ ποικιλίαι, Xen. Mem. 3, 8, 10; ποικιλίαις κοσμεῖν λόγον, Isocr. 5, 27; u. so vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne, Dem. 29, 1 u. Sp.; auch übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Pol. 24, 2, 2. – Mannichfaltigkeit, Wechsel, πραγμάτων, Pol. 9, 22, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλία: ἡ, (ποικίλλω) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, κέντημα, Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, ποικιλία, π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., ποικιλία, ποικίλη κόσμησις, αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. καταπλέκω Ι. 2. 4) εὐστροφία περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πανουργία, π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ ποικιλίας Δημ. 844. 11˙ ― ἐγχείρησις μετ’ ἐπιδεξιότητος, τομή, καῦσις, ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. ποικίλος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 au propre variété, diversité (de couleurs, de mets, etc.);
2 fig. ton varié d’un discours;
II. action de broder ; αἱ ποικιλίαι les broderies.
Étymologie: ποικίλος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ποικίλος
η ύπαρξη διαφορών, η ανομοιότητα ανάμεσα στα πράγματα ενός συνόλου (α. «ποικιλία χρωμάτων» β. «διὰ τὰς τῶν πραγμάτων ποικιλίας», Πολ.)
νεοελλ.
1. πιάτο που σερβίρεται συνήθως κρύο σε μπιραρίες, ουζερί, ταβέρνες κ.λπ. και περιέχει διάφορα είδη εδεσμάτων
2. βιολ. απόκλιση από την τυπική μορφή ενός είδους ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά
3. (ταξιν.) συνώνυμο του τάξον
4. φρ. α) «χάριν ποικιλίας» — για αποφυγή μονοτονίας
β) «ποικιλία καλλιεργούμενη» ή «ποικιλία καλλιεργητική»
βοτ. γενικός όρος χωρίς ταξινομική σημασία που αναφέρεται σε i) μια ομάδα ενός καλλιεργούμενου είδους φυτών
ii) μια ομάδα καλλιεργούμενων φυτών που διακρίνονται από άλλες ομάδες του ίδιου φυτού βάσει οποιουδήποτε μορφολογικού, φυσιολογικού, κυτταρολογικού, χημικού ή άλλου χαρακτηριστικού που είναι σημαντικό από γεωργική ή δασική άποψη και τα οποία, αναπαραγόμενα εγγενώς ή αγενώς, διατηρούν το διακριτικό τους χαρακτηριστικό
iii) οποιοδήποτε κλώνο ή ποικιλία φυτού που δημιουργείται με γεωργικές ή ανθοκομικές τεχνικές και δεν απαντά στη φύση
αρχ.
1. στόλισμα, διακόσμηση με διάφορα χρώματα, ποίκιλση, διαποίκιλση
2. ύφανση, ταπητουργία
3. το να είναι κάτι κατάστικτο από διάφορα χρώματα, παρδαλό («καὶ ἐν τῷ δέρματι προϋπάρχει ἡ ποικιλία, καὶ ἐν τῷ τῆς γλώττης δέρματι», Αριστοτ.)
4. (σχετικά με ύφος λόγου, μουσικής) διάνθιση, διάνθισμα («ταῖς περὶ τὴν λέξιν εὐρυθμίαις καὶ ποικιλίαις κεκοσμήκαμεν αὐτόν», Ισοκρ.)
5. η αστάθεια ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς
6. (συν. με αρνητική σημ.) η πανουργία
7. διαφορετική μορφή ενέργειας («οὔτε τομὴ οὔτε καῡσις οὔτε ἄλλη ποικιλία», Ιπποκρ.)
8. περιπλοκή
9. στον πληθ. αἱ ποικιλίαι
τεμάχια κεντημένα, κεντήματα.

Greek Monotonic

ποικῐλία: ἡ (ποικίλλω),
I. σημάδι με πολλά χρώματα, πεποικιλμένο, κέντημα, σε Πλάτ.· στον πληθ., κομμάτια κεντήματος, σε Ξεν.
II. 1. ποικίλη όψη, ποικιλότητα, σε Πλάτ.
2. ευστροφία, λεπτότητα, επιδεξιότητα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλίᾱ:
1) расшивание узорами, вышивание (ὑφαντικὴ καὶ π. Plat.);
2) pl. шитые узоры, вышивки (γραφαὶ καὶ ποικιλίαι Xen.);
3) пестрота (ἐν τῷ δέρματι Arst.);
4) разнообразие (χρωμάτων, ὄψων Plat.);
5) изменчивость, непостоянство (πραγμάτων Polyb.);
6) изворотливость, хитрость (πραπίδων Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλία -ας, ἡ, Ion. ποικιλίη [ποικίλος] borduurwerk:; ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία het weven en borduren Plat. Resp. 401a; versiering:. γραφαὶ καὶ ποικιλίαι wandschilderingen en versieringen Xen. Mem. 3.8.10. diversiteit, bontheid:; πολλῆς... γινομένης... ποικιλίης ἐπὶ τῶν νοσημάτων aangezien er een grote verscheidenheid is in ziektebeelden Hp. Epid. 1.8; ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλία de bontheid van de hemel Plat. Resp. 529d; met gen.. ποικιλία ὄψου gevarieerdheid van lekkere hapjes Plat. Resp. 404d; ποικιλία τῆς λύρας de gevarieerde tonen van de lier Plat. Lg. 812d; αἱ περὶ τὴν λέξιν... ποικιλίαι de variaties in stijl Isocr. 5.27. kunstgreep. Hp. Art. 62.

Middle Liddell

ποικῐλία, ἡ, ποικίλλω
I. a marking with various colours, embroidering, embroidery, Plat.: in plural pieces of broidery, Xen.
II. varied aspect, diversity, Plat.
2. versatility, subtlety, craft, Dem.

English (Woodhouse)

variety, variegation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)