ψηρός

From LSJ
Revision as of 14:08, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηρός Medium diacritics: ψηρός Low diacritics: ψηρός Capitals: ΨΗΡΟΣ
Transliteration A: psērós Transliteration B: psēros Transliteration C: psiros Beta Code: yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).

German (Pape)

[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.

Greek (Liddell-Scott)

ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].