ὄνειαρ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ᾰτος, τό (later perhaps ὄνεαρ disyll., v. infr. 1.4), Ep. word, A that which brings profit, advantage, Il.22.486, Hes.Op.822, etc.; μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ boon for leafy couches, Theoc.13.34. 2 means of strengthening, refreshment, Od.4.444, 15.78, Hes.Op.41. 3 in plural ὀνείᾰτα, food, victuals, freq. in Hom. (esp. Od.) in the line οἱ δ' ἐπ' ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Od.1.149. al.; also of rich presents, τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγων Il.24.367. 4 of persons, πᾶσιν ὄ., of Hector, 22.433; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄ. Hes. Op.346; ἀθανάτοις θνητοῖσί τ' ὄνεαρ (-εα- syniz.) καὶ χάρμα τέτυκται, of Demeter, h.Cer.269 (cj. Ilgen, for ὄνειαρ). II for ὄναρ (v. ὄναρ 1.1 fin., ὄνειρος I), dream, τοὐμὸν ὄ. ἐμοί Call.Epigr.49, cf. AP7.42. (The true spelling in early Ion. is prob. ὄνηαρ, which is called Aeol. by Choerob. in An.Ox.2.245 : hence later Ion. ὀνέᾱρ : prob. from *ὀνᾱϝαρ, cf. ὀνίνημι.)
German (Pape)
[Seite 345] ατος, τό (ὀνίνημι), 1) alles Nutzen Bringende, Hülfe, Beistand, πᾶσί τ' ὄνειαρ, Il. 22, 433; οὔτε σὺ τούτῳ ἔσσεαι, Ἕκτορ, ὄνειαρ, ἐπεὶ θάνες, 486; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ, Hes. O. 348, vgl. 824; Stärkung, Erquickung, ἐφράσατο μέγ' ὄνειαρ, wo es eine Hülfe ist, gegen den Gestank nützt, Od. 4, 444, vgl. 15, 78; Hes. O. 41. – Gew. sind ὀνείατα erquickende Nahrungsmittel, Speisen, οἱ δ' ἐπ' ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον, Od. oft; Il. 24, 367, τοσσάδ' ὀνείαθ' ἄγοντα, sind Güter, Kostbarkeiten gemeint. Einzeln bei sp. D.; λειμὼν μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ Theocr. 13, 34, zu den Lagern sehr behülflich; ὕπνου βληχρὸν ὄνειαρ, Qu. Sm. 2, 182. – 2) = ὄναρ, der Traum, Callim. 27 (VI, 310); Ep. ad. 565 (VII, 42); vgl. Iac. A. P. p. 227. – [ll. h. Cer. 269 müßte, wenn die Lesart richtig ist, die mittlere Sylbe kurz sein.]
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειαρ: ᾰτος, τό, (ὀνίνημι) Ἐπικ. λέξις, ὄφελος, βοήθεια, κέρδος, ἐπικουρία, ὠφέλημα, Ἰλ. Χ. 433, 486, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 820, κτλ. 2) μέσον ἐνισχύσεως τῶν δυνάμεων, ἀναψυκτικόν, Ὀδ. Δ. 444., Ο. 78, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41˙ στιβάδεσσιν ὄνειαρ, καλὸν διὰ στιβάδας, στρωμνάς, Θεόκρ. 13. 34˙ ― ὅθεν 3) ἐν τῷ πληθ. ὀνείᾰτα, τροφαί, ἐδέσματα, φαγητά, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.) ἐν τῷ στίχῳ, οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Ἰλ. Ι. 91˙ ― οὕτως ἐκαλοῦντο καὶ τὰ πλούσια δῶρα, τοσσάδ’ ὀνείατ’ ἄγων Ἰλ. Ω. 367. 4) ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν ὄνειαρ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 433˙ πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ’ ἀγαθὸς μέγ’ ὄνειαρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 344˙ ― περὶ τοῦ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 270, ἴδε ὄναρ ΙΙΙ. ΙΙ. ἀντὶ ὄναρ, ὄνειρον, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 310, πρβλ. 7. 42.
French (Bailly abrégé)
ὀνείατος (τό) :
I. utilité, profit, avantage;
II. τὰ ὀνείατα;
1 aliments, mets;
2 biens en gén.
Étymologie: ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
ατος (ὀνίνημι): anything that is helpful, help, relief, refresh- ment; of a person, Il. 22.433; pl., ὀνείατα, viands, food, and once of goods, treasures, Il. 24.367.
Greek Monotonic
ὄνειαρ: -ᾰτος, τό (ὀνίνημι),·
1. οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεονέκτημα, βοήθεια, συνδρομή, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. μέσο ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν ὄνειαρ, καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.
3. στον πληθ. ὀνείᾰτα, φαγητό, τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.
4. λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν ὄνειαρ, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὄνειαρ: είᾰτος τό ὄναρ сновидение Anth.
είᾰτος τό ὀνίνημι
1) помощь, защита или спасение, утеха (πᾶσι ὄ. Hom.): πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄ. Hes. дурной сосед - бедствие, как хороший - счастье;
2) pl. яства, блюда Hom.;
3) pl. сокровища, ценности Hom.
Frisk Etymological English
-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: utility, value, help, refreshment pl. refreshments, foods, valuables, gifts (Il.).
Other forms: pl. -ατα n.
Origin: IE [Indo-European] [754] *h₃neh₂- help, be useful
Etymology: False writing for ὄνη-(Ϝ)αρ < *ὄνα-Ϝαρ. Verbal noun of ὀνίνημι (s. v.); cf. ἀλείατα (s. ἀλέω), εἶδαρ (s. ἔδω) a.o. (Schwyzer 519 f.).
Middle Liddell
ὄνειαρ, ᾰτος, εος, τό, ὀνίνημι
1. anything that profits or helps, Il.: advantage, aid, succour, Hes., etc.
2. a means of strengthening, refreshment, Od., Hes.; στιβάδεσσιν ὄνειαρ good for beds, Theocr.
3. in plural ὀνείᾰτα, food, victuals, Hom.; also of rich presents Il.
4. of persons, πᾶσιν ὄνειαρ Il.
Frisk Etymology German
ὄνειαρ: -ατος
{óneiar}
Forms: pl. -ατα n.
Meaning: Nutzen, Wert, Hilfe, Erquiekung pl. Erquickungen, Speisen, Wertsachen, Geschenke (ep. poet. seit Il.).
Etymology : Falsche Schreibung für ὄνη-(ϝ)αρ < *ὄναϝαρ. Verbalnomen von ὀνίνημι (s. d.); vgl. ἀλείατα (s. ἀλέω), εἶδαρ (s. ἔδω) u.a.m. (Schwyzer 519 f.).
Page 2,394