Ἑρμῆς

From LSJ
Revision as of 08:06, 4 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμῆς Medium diacritics: Ἑρμῆς Low diacritics: Ερμής Capitals: ΕΡΜΗΣ
Transliteration A: Hermē̂s Transliteration B: Hermēs Transliteration C: Ermis Beta Code: *(ermh=s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, nom.
A Ἑρμῆς Od.5.54, etc.: acc. Ἑρμῆν 8.334, etc., Ion. Ἑρμέην Hdt.5.7, late Ἑρμῆ CIG5094 (Nubia): dat. Ἑρμῇ Od.14.435, Ἑρμέᾳ Il.5.390: voc. Ἑρμῆ h.Hom.18.12, A.Pers.629, Eu.90: Ep. gen. Ἑρμέω h.Merc.413, h.Ven.148, Hdt.5.7, etc.; lengthd. Ἑρμείω Il.15.214:—Ep. nom. Ἑρμείας, Od.1.42, al., IG5(2).558 (Arc.), acc. -αν Od.1.38, 5.28, al.; later Ἑρμείης, Call.Dian.69, etc.; gen. Ἑρμείαο Od.12.390, 15.319, Ἑρμεία AP7.480 (Leon.); dat. Ἑρμείᾳ IG12.631 (vi B. C.); voc. Ἑρμεία Od.5.29, al.:—Boeot. and Dor. nom. Ἑρμᾶς, gen. ᾶ, Corinn. Supp.2.57, Pi.P.2.10, etc., voc. Ἑρμᾶ A.Fr.384, acc. Ἑρμᾶν ib.273: also Ἑρμάων [ᾱ], Hes. Fr.23, Bion Fr.7. 8, AP4.3b.64 (Agath.):—contr. Ἑρμάν (not ἑρμην-ᾶν), ᾶνος, Call.Fr.32 P., IG5(2).360, al.(Arc.),ib.5(1).1390.33 (Andania, i B.C.),Supp.Epigr. 2.165 (Laconia) : Thess. dat. Ἑρμαίου IG9(2).716 (dub.), Ἑρμάου ib. 715, al., Ἑρμάο ib.471, Ἑρμᾶ ib.356 : Cret. acc. Ἑρμάον Schwyzer 179a:—Hermes, son of Zeus and Maia, Od.5.28, 14.435, Hes.Th. 938, etc.
2 pillar surmounted by bust, at Athens and elsewhere, And.1.37, Th.6.27, etc.; τῶν ἱερῶν Ἑρμῶν IG12(8).188.14 (Samothrace); as a decorative piece, with two faces, Keil-Premerstein Dritter Bericht117: Ἑρμῆς τρικέφαλος, τετρακέφαλος, Hsch.
3 ὁ τοῦ Ἑρμοῦ ἀστήρ the planet Mercury, Pl.Ti.38d, Epin.987b, Arist.Mete. 342b33, Metaph.1073b32, Thphr.Sign.46, etc.: later Ἑρμῆς, ὁ, in same sense, Placit.2.32.1, Plu.2.1028b, Cleom.2.7: hence, Ἑρμοῦ ἡμέρα D.C.37.19.
4 Ἑρμαῖ· παραφυάδια δένδρων ἄχρηστα, Hsch.
5 cake in the shape of a κηρυκεῖον, Schwyzer694 (Chios, iv B.C.), Hsch.
II prov. and phrases:
1 Ἑρμῆν ἕλκειν = to make a last effort, from the parting cup at a feast being drunk to Hermes, Stratt.22.
2 κοινὸς Ἑρμῆς = shares in your luck! Arist. Rh.1401a21, Thphr.Char.30.9, Men.Epit.67,etc.
3 ἐν τῷ λίθῳ Ἑρμῆς, of the actual potentially in the material, Arist.Metaph.1002a22,1017b7.
4 Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε = 'Hermes is come in', a saying used when conversation suddenly ceased, Plu.2.502f.
5 τὸ Ἑρμοῦ ῥαβδίον, like 'Fortunatus' cap, Arr.Epict.3.20.12.
6Ἑρμοῦ βοτάνιον, Ἑρμοῦ πόα = λινόζωστις (mercury, Mercurialis annua, dog's mercury, Mercurialis perennis), Dsc.4.189, Plin.HN25.38.

German (Pape)

[Seite 1033] οῦ, ὁ, s. nom. pr. In der Kunstsprache hieß jeder Kopf so, der in einen viereckigen Fußpfeiler od. eine Säule auslief, Herme; dergleichen Ἑρμαῖ standen in Athen auf mehreren öffentlichen Plätzen u. vor den Häusern, Thuc. 6, 27. – Man bemerke Ἑρμῆν ἕλκειν, den letzten Zug thun, weil bei den Schmäusen der letzte Becher dem Hermes gebracht wurde, Strattis bei Ath. XI, 473 c; VLL. – Ἑρμῆς κοινός, bei einem unverhofften Fund, ἕρμαιον, halb Part, Arist. rhet. 2, 24; Luc. nav. 12 u. A. – Plut. sagt καθάπερ ὅταν ἐν συλλόγῳ τινὶ γένηται σιωπή, τὸν Ἁρμῆν ἐπεισεληλυθέναι φασίν, de garrul. 2, wofür wir sagen: ein Engel flog durchs Zimmer.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμῆς: -οῦ, ὁ: ἐκτὸς τῆς ὀνομ. ὁ Ὅμ. ἔχει συχνάκις αἰτ. Ἑρμῆν, ἀλλ’ Ἑρμῆ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5094-9: δοτ. Ἑρμῇ Ὀδ. Ξ. 435: κλητ. Ἑρμῆ Ὁμ. Ὕμν. 17, 12, Αἰσχύλ. Πέρσ. 629, Εὐμ. 90: Ἐπικ. γεν. Ἑρμέω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413, εἰς Ἀφρ. 149, Ἡρόδ. 5.7, κτλ.· μετ’ ἐπεκτάσ. Ἑρμείω Ἰλ. Ο. 214· ὁ ἀσυναίρ. τύπος Ἑρμέας μόνον ἐν τῇ δοτ. Ἑρμέᾳ Ἰλ. Ε. 390: Ἐπικ. ὀνομ. Ἑρμείας, αἰτ. -αν, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ· Ἑρμείης μόνον παρὰ μεταγεν. Ἐπικοῖς, ὡς Καλλ., Νικ., κτ.: γεν. Ἑρμείαο Ὀδ. Μ. 390, Ο. 318, Ἑρμεία Ἀνθ. Π. 7. 480: κλητ. Ἑρμεία Ὅμ.: - Δωρ. ὀνομ. Ἑρμᾶς, γεν. -ᾶ, Πίνδ., κλ., κλητ. Ἑρμᾶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, 387: ὡσαύτως Ἑρμάων ᾱ, Ἡσ. Ἀποσπ. 9, Βίων 3.8, Ἀνθ. Π. 4. 3, 110· Βοιωτ. γεν. Ἑρμάου Keil Ἐπιγραφ. σ. 76. Ἑρμῆς, ὁ παρὰ Λατ. Mercurius, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μαίας κατὰ τὸν Ἡσίοδ. ἐν Θεογον. 938· ὁ Ὅμ. ἀναφέρει τὸν πατέρα αὐτοῦ, ἦ ῥα καὶ Ἑρμείαν υἱὸν φίλον ἀντίον ηὔδα (ὁ Ζεὺς) Ὀδ. Ε. 28, τὴν δὲ μητέρα αὐτοῦ καλεῖ Μαιάδα, Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ Ὀδ. Ξ. 435. Παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἄγγελος τῶν θεῶν (Ἰλ. Ω. 334, Ὀδ. Ε. 28) καλεῖται διάκτορος (ὃ ἴδε)· ὡς δοτὴρ εὐτυχίας (Ἰλ. Ξ. 491, Ὀδ. Ο. 319) ἐριούνιος, ἀκάκητα, πρβλ. ἕρμαιον, μετὰ ἰδιαιτέρας ἀναφορᾶς πρὸς τὸν πολλαπλασιασμὸν τῶν κτηνῶν (Ἡσ. Θεογον. 444), ὥστε ἀκολούθως γίνεται βουκολικὸς θεὸς (ἴδε νόμιος)· ὡς θεὸς πάσης κρυφίας πράξεως, πανουργίας ἢ στρατηγήματος (Ὀδ. Τ. 397) δόλιος· ἕνεκα δὲ τῆς χρυσῆς αὐτοῦ ῥάβδου τῆς μαγικὴν δύναμιν ἐχούσης (Ὀδ. Ε. 47) ἐκαλεῖτο χρυσόρραπις· ὡς ὁδηγὸς τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων (Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. Ω. 1, ἀλλὰ μετὰ ταῦτα συχνότατα) ψυχοπομπός, πομπαῖος. Κατὰ τὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. παρίσταται ὡς ὁ εὑρὼν τὴν χέλυν καὶ ὡς ὡς ἐπιτήδειος κλέπτης. Ἀκολούθως ἐγένετο θεὸς προστάτης πάσης νοερᾶς ἢ σωματικῆς δεξιότητος καὶ ἱκανότητος ἐν παντὶ πράγματι, ὡς τῆς γυμναστικῆς (ἴδε ἐναγώνιος), τῆς ῥητορικῆς, τῶν γραμμάτων καὶ πάσης τέχνης καὶ ἐπιστήμης· ὡσαύτως τοῦ ἐμπρίου, τῆς ἀγορᾶς, τῶν ὁδῶν (ἀγοραῖος, ἐμπολαῖος, ὅδιος, ἐνόδιος) καὶ τῶν κηρύκων. Ἡ ράβδος αὐτοῦ εἶχε μαγικὴν δύναμιν, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. Συνήθως παριστάνετο ὡς νεανίας λεπτοφυής· παλαιότερόν τι Πελασγικὸν ἄγαλμα αὐτοῦ παρίστανεν αὐτὸν ἄνευ χειρῶν καὶ ποδῶν μετὰ γενειάδος καὶ ὀρθοῦ αἰδοίου, Ἡρόδ. 2. 51· καὶ ἐν Ἀθήναις πᾶσαι ἐν ταῖς γωνίαις τῶν ὁδῶν τετράγωνοι στῆλαι ἔχουσαι κεφαλὴν ἢ προτομὴν ἐκαλοῦντο Ἑρμαῖ (ἐν τῇ σημασίᾳ ταύτῃ ὁ Winckelman, Lessing κλπ. σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἕρμα, ἕρμαξ)· ἐκαλοῦντο προσέτιτετράγωνος ἐργασία Θουκ. 6. 27· τὸ σχῆμα τὸ τετράγωνον Παυσ. 4. 33, 3· τὰ ὁμοιώματα ταῦτα ἐτίθεντο ὡς ὅρια καὶ ἐθεωροῦντο ἱερά· ἐντεῦθεν ἡ ταραχὴ ἡ γενομένη κατὰ τὴν θραῦσιν αὐτῶν ἐν Ἀθήναις ἐν ἔτει 415 π.Χ., ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει τὰ μυστικὰ καὶ ἡ τῶν Ἑρμῶν περικοπὴ γένοιτο Θουκ. 6. 28, 53, Ἀνδοκ. 6. 7, κτλ.· πρβλ. Ἑρμαθήνη καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. Ἑρμαῖ· ὁ πληθυντ. τῶν ἱερῶν Ἑρμῶν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἔν τινι Σαμοθρ. ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2158. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμαῖ· παραφυάδια δένδρων, οἷς παίζοντες ἑρμομαχεῖν λέγουσιν». ΙΙ. παροιμ.: 1) Ἑρμῆν ἕλκω, πίνω (κοιν. «τραβῶ») τὸ τελευταῖον ποτήριον ἐν συμποσίῳ εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1. 2) κοινὸς Ἑρμῆς, συντροφικός, ἀνήκων εἰς πάντας ὁμοίως, δηλ. ἐὰν δύο ἢ πλείονες ἄνθρωποι εὕρωσί τι κατὰ τύχην, δικαιοῦνται νὰ μοιρασθῶσιν αὐτὸ ἐπιφωνοῦντος ἑκάστου «κοινὸς Ἑρμῆς», πάντες ἔχομεν μερίδιον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2· «καὶ τῶν εὑρισκομένων χαλκῶν ὑπὸ τῶν οἰκείων ἐν ταῖς ὁδοῖς δεινὸς ἀπαιτῆσαι τὸ μέρος, κοινὸν εἶναι φήσας τὸν Ἑρμῆν» Θεοφρ. Χαρ. 30, ἔνθα ἴδε Casaub· πρβλ. ἕρμαιον. 3) ἐν τῷ λίθῳ Ἑρμῆς, ὁ ὑπονοούμενος ὡς ὑπάρχων ἐν τῷ λίθῳ καὶ πρὶν ἔτι λάβῃ μορφὴν Ἑρμοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 5, 6., 4. 2. 7, κ. ἀλλ. 4) Ἑρμῆς ἐπεισῆλθε, φράσις ἐν χρήσει ἐπὶ αἰφνιδίου παύσεως τῆς συνομιλίας, ὡς τὸ τῆς συνηθείας «βωβὸς περνάει», ἢ «Ἑβραιόπουλον γεννᾶται», Πλούτ. 2. 502F. 5) τὸ Ἑρμοῦ ῥαβδίον, τὸ δι’ οὗ ἀγαθόν τι γίνεται, Ἑρμοῦ ῥαβδίον. οὗ θέλεις, φησίν ἅψαι, καὶ χρυσοῦν ἔσται Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 20, 12. 6) Ἑρμοῦ ἀμύητος· «ἐπὶ τῶν μᾶλλον ἔν τισιν ἐμπείρων· χλευαστικὴ δὲ ἡ παροιμία, ὁμοίᾳ τῇ: βάλλ’ ἐς ἔχοντα τήν ἐπιστήμην» Διογενίαν. IV. 63 7) Ἑρμοῦ κλῆρος· «ὁ πρῶτος ἑλκόμενος κλῆρος Ἑρμοῦ νομίζεται» Ἡσυχ. 8) Ἑρμοῦ αἰδοῖον, λίθος τις τῶν τιμίων ἄγνωστος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 37. 166. 9) Ἑρμοῦ ψῆφος· «τὰ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἕρμαια» Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ, voc. -ῆ (ὁ) :
1 Hermès, fils de Zeus et de Mæa, messager des dieux, protecteur du commerce et des voyages sur terre et sur mer;
2 hermès, buste ou tête d’Hermès posée sur une stèle ou petite colonne dans les rues, sur les places, etc. ; au pl. ἑρμαῖ, des hermès.
Étymologie: contraction de Ἑρμέας ; selon les uns, Ἑρμείας = le védique Sâraméya, dérivé de Saramâ, l’orage impétueux ; sel. d’autres, l’aurore ; ou p.-ê. apparenté à ὁρμή qui exprime une idée de mouvement -- plusieurs hypoth. dans DELG pê t. égéen ; pê apparenté à ἑρμηνεύς en tant que « dieu des passages » ; attesté dans les tabl. myc.

English (Autenrieth)

gen. Ἑρμαίᾶο and Ἑρμείω, dat. Ἑρμῇ and Ἑρμέᾷ, acc. Ἑρμῆν and Ἑρμείᾶν, voc. Ἑρμείᾶ: Hermes (Mercurius), son of Zeus and Maia, Od. 14.435; messenger of the gods, guide of mortals (of Priam, Il. 24.457), and conductor of the shades of the dead; his winged sandals and magic wand, Od. 5.44 ff. Epithets, ἀκάκητα, ἐριούνιος, ἐύσκοπος, κερδῷος, σῶκος, χρῦσόρραπις, χρυσόῤῥαπις, χρυσόρραπις, διάκτορος, Ἀργεϊφόντης.

Spanish

Hermes

English (Strong)

perhaps from ἐρέω; Hermes, the name of the messenger of the Greek deities; also of a Christian: Hermes, Mercury.

English (Thayer)

accusative Ἑρμῆν, ὁ, proper name, Hermes;
1. a Greek deity called by the Romans Mercurius (Mercury): Romans 16:14.

Greek Monolingual

ο (AM Ἑρμῆς και επικ. τ. Ἑρμείας και Ἑρμείης)
1. ο γιος του Διός και της Μαίας, αγγελιαφόρος τών θεών, και ιδίως του Δία, και ψυχοπομπός
2. μεταγενέστερα και θεός του εμπορίου και τών γραμμάτων («κερδῷος, λόγιος Ἑρμῆς»)
αρχ.
1. παροιμ. α) «Ἑρμῆν ἕλκω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι, που πινόταν προς τιμήν του Ερμή
επομένως καταβάλλω την έσχατη προσπάθεια
β) «κοινός Ἑρμῆς» — κοινό το εύρημα, μισά-μισά
γ) «Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε» — λεγόταν όταν έπαυε ξαφνικά η συζήτηση, ανάλογο προς το νεοελλ. «μουγγός γεννιέται»
δ) «τὸ τοῦ Ἑρμοῡ ραβδίον» — για καθετί που φέρνει τύχη, πλούτο
2. φρ. α) «ὁ τοῦ Ἑρμοῡ ἀστήρ» — ο πλανήτης Ερμής
β) «Ἑρμοῡ βοτάνιον» ή «Ἑρμοῡ πόα» — το φυτό λινόζωστις
γ) «Ἑρμοῡ ἠμέρα» — η τετάρτη μέρα της εβδομάδας
3. πίτα που είχε το σχήμα κηρυκείου του Ερμή
4. συν. στον πληθ. αἱ ἑρμαῑ
τετράγωνες λίθινες στήλες που η κορυφή τους κατέληγε σε προτομή του Ερμή και χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες.

Greek Monotonic

Ἑρμῆς: -οῦ, ὁ, αιτ. Ἑρμῆν, δοτ. Ἑρμῇ, κλητ. Ἑρμῆ· Επικ. γεν. Ἑρμέω, Ἑρμείω· ο Ερμής, Λατ. Mercurius, γιος της Μαίας και του Δία· αγγελιαφόρος των θεών (διάκτορος)· αυτός που δίνει καλή τύχη, χαρίζει ευτυχία (ἐριούνιος, ἀκάκηταθεός όλων των απόκρυφων πράξεων, πανουργίας και τεχνασμάτων (δόλιος)· αυτός που κρατά χρυσή ράβδο (χρυσόρραπιςοδηγός των ψυχών των νεκρών (ψυχοπομπός, πομπαῖοςπροστάτης όλων των τεχνών, του εμπορίου, των αγορών, των οδών (ἀγοραῖος, ἐμπολαῖος, ὅδιος, ἐνόδιος), και των κηρύκων. Η προτομή του, η οποία στηριζόταν πάνω σε τετράγωνη στήλη, χρησίμευε στην επισήμανση των συνόρων· παροιμ., κοινὸς Ἑρμῆς, αμοιβαίες διεκδικήσεις σε κοινή τύχη, μισά-μισά σε περίπτωση ευρήματος, σε Θεόφρ.· πρβλ. ἕρμαιον.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμῆς: II ὁ (тж. Ἑρμοῦ ἀστήρ) планета Меркурий Arst.; поздн. Ἑρμοῦ ἡμέρα день Гермеса, т. е. среда.
ου ὁ Гермес (сын Зевса и Майи, родившийся в пещере горы Κυλλήνη - отсюда его эпитет Κυλλήνιος; посланец и вестник богов, исполняющий их волю; покровитель красноречия - поэтому ему предназначались языки жертвенных животных; покровитель гимнастических состязаний молодежи, торговли - διέμπορος, ἐμπολαῖος, παλιγκάπηλος, ἀγοραῖος, κερδέμπορος - а следовательно, хитрости, ловкости и богатства - ἐριούνιος, ἀκάκητα, πλουτοδότης; тж. покровитель обмана и воровства, утренних и вечерних сумерек, путешествий, дорог и перекрестков - ὅδιος, ἐνόδιος; изобретатель лиры и сиринги, алфавита и цифр, мер и весов, астрономии и музыки; он приносит людям ниспосылаемые Зевсом сновидения и уводит в царство теней души усопших - ψυχοπομπός, ψυχαγωγός, νεκροπομπός; его аттрибуты; широкополая дорожная шляпа, золотой магический жезл - ῥάβδος или σκῆπτρον, увитый белыми лентами, а впосл. змеями, и золотые сандалии с крыльями - πτηνοπέδιλος; с ним отожд. впосл. римск. Mercurius): κοινὸς Ἑ. Arst., Luc. Гермес (т. е. счастливая находка) пополам; ὁ Ἑ. ἐπεισῆλθε Plut. Гермес пришел (шутл. о внезапно воцарившемся молчании).

Middle Liddell


Hermes, the Lat. Mercurius, son of Maia and Zeus; messenger of the gods (διάκτοροσ); giver of good luck (ἐριούνιος, ἀκάκητἀ; god of all secret dealings, cunning, and stratagem (δόλιοσ); bearing a golden rod (χρυσόρραπισ); conductor of defunct spirits (ψυχοπομπός, πομπαῖοσ); tutelary god of all arts, of traffic, markets, roads (ἀγοραῖος, ἐμπολαῖος, ὅδιος, ἐνόδιοσ), and of heralds. His bust, mounted on a four-cornered pillar, was used to mark boundaries. —Proverb., κοινὸς Ἑρμῆς shares in your luck! Theophr.: cf. ἕρμαιον.

Frisk Etymology German

Ἑρμῆς: -οῦ (ion. att. seit Od.),
{Ermē̃s}
Forms: Ἑρμείας, -έας (ep. seit Il.), Ἑρμείης (Kall. u. a.), Ἑρμᾶς (dor. böot.), Ἑρμάων (Hes. u. a.), Ἑρμάν, -ᾶνος (lak. ark. usw.), Ἑρμάου, -άο, -ᾶ (thess. Dat.), Ἑρμαον (kret. Akk.); Myk. E-ma-a2 (Dat.)?
Meaning: Hermes, Sohn des Zeus und der Maia, auch ‘Hermespfeiler, -kopf’.
Composita : Als Vorderglied z. B. in ἑρμογλυφεῖον (Pl.) mit den retrograden ἑρμογλυφεύς, -ικός, -ος (Luk. u. a.), s. γλύφω.
Derivative: Ableitungen. Hypokoristische Deminutiva Ἑρμίδιον (Ar.), -άδιον (Luk.; auch kleiner Hermespfeiler [Lydien]), nach den Nomina auf -ίδιον, -άδιον. Ἑρμαῖος ‘dem H. gehörig, von H. stammend’, auch als N. eines Monats (A., S. usw.; wohl auch Ερμαῖος λόφος π 471, falls nicht von 1. ἕρμα; vgl. unten); ntr. Ἕρμαιον Hermestempel (Ephesos usw.; zum Akzent Hdn. Gr. 1, 369), pl. Ἕρμαια (ἱερά) ‘H.-feier’ (att.); als Appellativ ἕρμαιον n. "Hermesgabe", d. h. Glücksfund, unverhoffter Vorteil (Pl., S. u. a.), auch Pflanzenname (Stromberg Pflanzennamen 129); f. Ἑρμαΐς (Hp.); Ἑρμαιών N. eines Monats (Halikarn., Keos); Ἑρμαϊσταί pl. N. der H.-verehrer, Mercuriales (Rhodos, Kos, Delos), vgl. z. B. Ἀπολλωνιασταί und Chantraine Formation 317; Ἑρμαϊκός (spät). Ἑρμεῖα pl. Bed. unsicher (Str. 8, 3, 12).
Etymology : Ἑρμῆς aus Ἑρμέας < Ἑρμείας (äol.; vgl. Αἰνείας u. a.; dazu Chantraine Gramm. hom. 1, 20 m. Lit.; nach Solmsen Wortforsch. 240 A. 1, Schwyzer 562 dagegen -είας < -έας durch metr. Dehnung) und Ἑρμάν aus Ἑρμάων für *Ἑρμάϝων (wie Ποσειδάϝων u. a.) vertreten zwei verschiedene Namenstypen. Wenn man mit K. Meister HK 155f. Ἑρμείας über *Ἑρμήας auf *Ἑρμάϝας zurückführt, was ziemlich willkürlich erscheint, reduziert sich der Unterschied auf die Endsilbe. — Die auf K. O. Müller zurückgehende, u. a. von Wilamowitz (Glaube 1, 159 und 285) und Nilsson (Gr. Rel. 1, 503f. m. Lit.) befürwortete, sachlich sehr ansprechende Anknüpfung an 1. ἕρμα ist in sprachlicher Hinsicht, wenn auch nicht glatt (Schwyzer 562 A. 1), jedoch ohne ernste Bedenken; sowohl Ἑρμείας wie Ἑρμά(ϝ)ων scheinen, zwei eingebürgerte Namenstypen vertretend, mit ἕρμα vereinbar zu sein. Nach dieser Ansicht wäre Ἑρμῆς "nach dem Pfeiler der ihn vertritt" (Wil.) benannt oder einfach "der vom Steinhaufen" (Nilsson). Zu beachten ist nur dabei, daß ἕρμα, wie man es auch auffassen mag, wohl nie den Pfeiler bezeichnet und auch im Sinn von Steinhaufen selten und sekundär ist (dafür ἕρμαξ, ἑρμεών); auch ἑρμαῖος λόφος π 471 kann, wenn überhaupt von ἕρμα und nicht von Ἑρμῆς, was formal unbedingt näher liegt, nur den aus ἕρματα bestehenden Haufen bezeichnen. — Die lautliche Ähnlichkeit mit ἑρμηνεύς hat Boßhardt Die Nomina auf -ευς 36f. (wo zweifelhafte sprachliche Analyse) veranlaßt, den Ἑρμῆς, "den gewandten Begleiter von Göttern und Menschen", als den "unter die Götter projizierten Urdolmetsch" deuten zu wollen; das angebliche Appellativ Ἑρμῆς wäre selbst vorgriechisch. Für vorgriechischen Ursprung auch z. B. Schwyzer 62, Chantraine Formation 125.
Page 1,563-564

Chinese

原文音譯:`ErmÁj 赫而姆士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:解釋(者)
字義溯源:希耳米;當保羅在路司得使一個生來瘸腿的起來行走時,眾人看見,就稱保羅為希耳米。希耳米是希臘主神宙斯的兒子。他是希臘諸神的使者,是消息和口才的神。這字或源自(λέγω)=說出*)
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 黑米(1) 羅16:14;
2) 希耳米(1) 徒14:12

Wikipedia EN

Hermes (/ˈhɜːrmiːz/; Greek: Ἑρμῆς) is an Olympian deity in ancient Greek religion and mythology. Hermes is considered the herald of the gods. He is also considered the protector of human heralds, travellers, thieves, merchants, and orators. He is able to move quickly and freely between the worlds of the mortal and the divine, aided by his winged sandals. Hermes plays the role of the psychopomp or "soul guide" — a conductor of souls into the afterlife.

In myth, Hermes functioned as the emissary and messenger of the gods, and was often presented as the son of Zeus and Maia, the Pleiad. He is regarded as "the divine trickster," for which Homer offers the most popular account in his Hymn to Hermes.

His attributes and symbols include the herma, the rooster, the tortoise, satchel or pouch, talaria (winged sandals), and winged helmet or simple petasos, as well as the palm tree, goat, the number four, several kinds of fish, and incense. However, his main symbol is the caduceus, a winged staff intertwined with two snakes copulating and carvings of the other gods. His attributes had previously influenced the earlier Etruscan god Turms, a name borrowed from the Greek "herma".

In Roman mythology, Hermes was known as Mercury, a name derived from the Latin merx, meaning "merchandise," and the origin of the words "merchant" and "commerce."

Translations

af: Hermes; als: Hermes; an: Hermes; ar: هيرميز; arz: هيرميس; ast: Hermes; az: Hermes; bar: Hermes; ba: Гермес; be_x_old: Гермэс; be: Гермес; bg: Хермес; bn: হার্মিস; br: Hermes; bs: Hermes; ca: Hermes; chr: ᎭᎹᏏ; cs: Hermés; da: Hermes; de: Hermes; diq: Hermes; el: Ερμής; en: Hermes; eo: Hermeso; es: Hermes; et: Hermes; eu: Hermes; fa: هرمس; fi: Hermes; fr: Hermès; ga: Heirméas; gl: Hermes; he: הרמס; hi: हरमीस; hr: Hermes; hu: Hermész; hy: Հերմես; hyw: Հերմէս; ia: Hermes; id: Hermes; is: Hermes; it: Ermes; ja: ヘルメース; jv: Hermes; ka: ჰერმესი; kk: Гермес; ko: 헤르메스; la: Hermes; lb: Hermes; lo: ເອນມີດ; lt: Hermis; lv: Hermejs; mk: Хермес; ml: ഹെർമീസ്; mr: हर्मीस; ms: Hermes; my: ဟားမီးဇ်; nds: Hermes; nl: Hermes; nn: Hermes; no: Hermes; oc: Ermès; pa: ਹਰਮੀ; pl: Hermes; pt: Hermes; ro: Hermes; ru: Гермес; sh: Hermes; simple: Hermes; sk: Hermes; sl: Hermes; sq: Hermesi; sr: Хермес; sv: Hermes; sw: Herme; ta: எர்மெசு; tg: Ҳермес; th: เฮอร์มีส; tl: Hermes; tr: Hermes; tt: Hermes; uk: Гермес; uz: Germes; vep: Germes; vi: Hermes; vls: Hermes; war: Hermes; wuu: 赫耳墨斯; zh_min_nan: Hermes; zh_yue: 赫密士; zh: 赫耳墨斯