κοσμοπολίτης
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, Ionic: κοσμοπολιήτης; Epic, Doric, Aeolic: κοσμοπολίτας; citizen of the world, cosmopolitan, cosmopolite Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. κοσμοπολῖτις as adjective, ψυχαί Ph.1.657.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοπολίτης: -ου, ὁ, πολίτης τοῦ κόσμου, Διογ. Λ. 6. 63· (παρὰ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 8, κόσμου πολίτης)· ― θηλ. -πολῖτις, Φίλων 1. 657.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.
Russian (Dvoretsky)
κοσμοπολίτης: ου (ῑ) ὁ космополит, гражданин мира Diog. Sinopensis ap. Diog. L.
Translations
Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка