διΐστημι

From LSJ
Revision as of 10:05, 21 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διΐστημι Medium diacritics: διΐστημι Low diacritics: διΐστημι Capitals: ΔΙΪΣΤΗΜΙ
Transliteration A: diḯstēmi Transliteration B: diistēmi Transliteration C: diistimi Beta Code: dii/+sthmi

English (LSJ)

fut. διαστήσω, A set apart, separate, τοὺς λόχους Th.4.74; κατ' εἴδη Pl.Phlb.23d; διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς μέρη πολλά D.18.61; ζῶντας ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε Plu.Ant.84:—Pass., κίονες διεστάθησαν Callix.2. 2 set at variance (one with another), τινά τινος Ar. V.41, Th.6.77; δ. τὴν Ἑλλάδα divide it into factions, Hdt.9.2; δ. τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17. 3 μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο having left an interval of two days, Epigr.Gr.996.7, cf.BKT3.20. 4 distinguish, τί τινος Ath.7.305d, cf. Aret.SA2.2. 5 inflate, κενοὺς ἀσκούς Demoph.Sim.57. II more freq. in Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act.:—stand apart, be divided, Il., mostly in aor. 2, 24.718, al.: once in impf. Med., θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, 13.29; διαστὰν γῆς βάθρον yawning wide, S.OC1662; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129; διεστῶτα, opp. ἡνωμένα, Chrysipp.Stoic.2.124, al.; ἔτους διεστῶτος after an interval of a year, SIG344.119 (Teos). b stand with legs apart, Luc.Ner.7. 2 of persons, stand apart, be at variance, διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6; εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, ib.15; κατὰ πόλεις διέσταμεν Id.4.61; διεστηκότες εἰς δύο D.10.4, cf. 18.18; ἐρίζειν καὶ διεστάναι Id.2.29; simply, differ, be different, πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R.550e; πρὸς ἄλληλα Arist.Pol.1256a29, cf.Po.1448a17; ἡ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας Id.Pol.1289b3; οὖρα διεστηκότα = not homogeneous, Hp.Aph.7.33. 3 part after fighting, Hdt.1.76, 8.16, 18: hence, to be reconciled, Isoc.5.38. b of an army, retire, Plb.10.3.6. 4 stand at certain distances or stand at certain intervals, Hdt.2.66; of guards in a row, Id.3.72; of post-stations, Id.8.98; of soldiers, δ. κατὰ διακοσίους Th.4.32; διάστηθι = mark distances! a word of command, Ael. Tact.12.11: Geom., ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν are equidistant from one another, Archim.Aequil.1.6. III Med., sometimes trans., separate, γεώδη γένη διϊστάμενοι Pl.Ti.63c: chiefly in aor. 1, δ. τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον contrast, Id.R.360e; ἀράχνια, of spiders, spread, Theoc.16.97.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf. διΐστην, f. διαστήσω, ao. διέστησα);
1 établir de côté et d’autre : τοὺς λόχους THC porter ses bataillons de différents côtés;
2 séparer ; εἰς μέρη DÉM en parties ; τι ἀπό τινος séparer une chose d’une autre ; τινά τινος une personne d’une autre ; fig. τὴν Ἑλλάδα HDT désunir la Grèce;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2 διέστην, pf. διέστηκα, pqp. διειστήκειν);
1 se séparer, s’écarter ; τὰ διεστεῶτα (ion.) HDT déchirures du sol;
2 p. ext. s’éloigner, se retirer : διέστησαν χωρίς HDT ils se retirèrent chacun de son côté;
3 s’établir de distance en distance;
4 se désunir, être désuni : διαστήτην ἐρίσαντε IL ils se brouillèrent après s’être querellés ; ἡ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει DÉM tout le Péloponnèse était divisé;
Moy. διΐσταμαι (impf. διϊστάμην, f. διαστήσομαι) intr. s’écarter, se séparer : θάλασσα διΐστατο IL la mer s’écartait (s’entrouvrait).
Étymologie: διά, ἵστημι.

Spanish (DGE)

A intr., en pres. y fut. med., aor. rad. y perf. act.
I de individuos diferentes, c. mov.
1 separarse, apartarse Φοῖβε, τίη δὴ νῶϊ διέσταμεν; Il.21.436, cf. 17.391, οἱ δὲ διέστησαν y ellos se apartaron, e.e. le abrieron paso, Il.24.718, διέστησαν αὐτοῖς ἐκείνοις οἱ τὰς ἀναβάσεις κατέχοντες Plu.Cat.Mi.27, de los combatientes después de la batalla οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76, cf. 8.16, 18, ref. a un miembro de un grupo διέστη ἀπ' αὐτῶν Eu.Luc.24.51, a perras de caza συνιστάμεναι ταχύ, διιστάμεναι X.Cyn.6.16, τοξεύει μικρὸν διαστάς Babr.1.9, cf. Philost.HE 10.9.
2 fig. enemistarse διαστήτην ἐρίσαντε Ἀτρεΐδης ... καὶ δῖος Ἀχιλλεύς Il.1.6, τῶν ἄλλων Ἑλλήνων εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18, Πομπηίου δὲ καὶ Καίσαρος διαστάντων Plu.2.205c
oponerse, ponerse en contra τοὺς δὲ πρώτους ἄνδρας ... διαστῆναι πρὸς αὐτόν Plb.3.8.3, tb. en v. med. ὀρθῶς οὖν καθ' ὑπερβολὴν διίστω te pusiste en contra con muchísima razón Welles, RC 56.6 (Pesinunte II a.C.).
3 milit. dispersarse, batirse en retirada οἱ δ' ἐπεὶ προΐδοιεν, διίσταντο X.An.1.8.20, οἱ μὲν πολέμιοι καταπλαγέντες διέστησαν los enemigos se dispersaron espantados Plb.10.3.6
colocarse a intervalos φυλακαὶ ... διεστεῶσαι puestos de guardia colocados a intervalos Hdt.3.72, τοσοῦτοι ἵπποι τε καὶ ἄνδρες διεστᾶσι Hdt.8.98, διάστηθι ¡mantén la distancia! voz de mando, Ael.Tact.42.1, τὸ μὲν πρῶτον ἐταράχθησαν ... ἔπειτα δὲ διιστάμενοι D.C.40.2.4
dividirse διέστησαν κατὰ διακοσίους καὶ πλείους se dividieron en compañías de doscientos y de más Th.4.32.
4 lóg. y ret., en perf. act. diferir una cosa de otra, c. gen. πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R.550e, c. giro prep. οἱ βίοι πρὸς ἄλληλα διεστᾶσιν Arist.Pol.1256a29, ἡ τραγῳδία πρὸς τὴν κωμῳδίαν διέστηκεν Arist.Po.1448a17, ἀὴρ πρὸς ὕδωρ Arist.Ph.215b7, ἡ γὰρ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας (τῆς ὀλιγαρχίας) Arist.Pol.1289b3, cf. Plb.3.6.6, τὸ ‘ἐγώ’ τοῦ ‘νῶϊ’ διέστηκε κατὰ πολύ A.D.Synt.48.3, cf. 87.13, 16
esp. part. diferente, distinto γραμμαὶ γάρ εἰσιν ἐκ διεστώτων δύο pues son dos líneas procedentes de distintos lugares E.Fr.382.11, ἓν συνίσταται σῶμα ... ἐκ διεστώτων σωμάτων Chrysipp.Stoic.2.124, cf. 3.24, ἡ αὔξησις ... ταύτῃ (τῇ ἐπιμονῇ) τῆς πίστεως διεστῶσα la amplificación es diferente en esto (en la insistencia) de la prueba Longin.12.2, cf. 8.2, σχήματά τινα ἐκ διεστώτων εἰς ἑνότητα παραλαμβάνεται A.D.Adu.175.29, cf. 176.1, (σώματα) διεστῶτα δέ, ὡς χορός (cuerpos) diferenciados, como un coro op. συνημμένα Ach.Tat.Intr.Arat.14.
II de colectivos, continuos, c. mov. real o fig.
1 separarse en partes, abrirse θάλασσα διίστατο Il.13.29, Q.S.3.589, cf. Ph.2.109, Opp.H.5.214, Q.S.12.457, τὸ νερτέρων ... διαστὰν γῆς ... βάθρον S.OC 1662, τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129, cf. Apollod.1.7.2, Q.S.14.652
fig. de grupos humanos dividirse τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων διέστη el resto de Grecia se dividió para aliarse con uno u otro bando Th.1.15, ἡ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει D.18.18, περίεστι τοίνυν ὑμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν καὶ διεστάναι os queda el querellaros mutuamente y el estar divididos D.2.29, ὁ δῆμος διέστη el pueblo se dividió Plu.Mar.34, c. distrib. κατὰ πόλεις δὲ διέσταμεν Th.4.61, διεστηκότων εἰς δύο ... τῶν ἐν ταῖς πόλεσι D.10.4, en figuras geométricas τὰς δὲ λοιπὰς (γωνίας) διισταμένας Procl.in Euc.171.24, καὶ ἡ ἐντὸς συνάγεται, καὶ ἡ ἐκτὸς ἐπὶ πλέον διίσταται Procl.in Euc.310.2
descomponerse καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται <μὴ> κινούμενος Heraclit.B 125, τὰ οὖρα διεστηκότα orina descompuesta e.e., no homogénea por presentar capas de sedimentación diferente, Hp.Aph.7.33
romperse, quebrarse ὁ βωμὸς τῆς Ἀρτέμιδος διέστη εἰς μέρη πολλά A.Io.42.2.
2 extenderse, alargarse ἔχει τὰς ἁρμονίας ... διεστώσας tiene armonías distendidas op. συμπεπυκνωμένας D.H.Dem.43.2
del tiempo alargarse, transcurrir ἔτους διεστῶτος al cabo de un año Welles, RC 4.11 (Teos IV a.C.), διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς Eu.Luc.22.59.
III en sent. estático
1 distar, estar separado τὸ (ὄρος) δέ οἱ δίχα πουλὺ διέστη Call.Iou.31, μήτε μὴν ἥττων παραφυλακὴ ἀπὸ παραφυλακῆς μείζονος τεσσαράκοντα σταδίων ... διεστηκέτω y que un puesto de aduana pequeño no diste de uno grande más de cuatrocientos estadios, SEG 39.1180.40 (Éfeso I d.C.), αἱ ὀροφαὶ ... διέστησαν ἀπ' ἀλλήλων Agath.5.3.9, cf. D.S.1.7
cien. αἱ μὲν (ἄτομοι) εἰς μακρὰν ἀπ' ἀλλήλων διιστάμεναι Epicur.Ep.[2] 43, τὰ κέντρα τοῦ βάρεος ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν Archim.Aequil.1.6, τὸ ... στερεὸν τριχῇ διαστάν el sólido de tres dimensiones Procl.in Euc.99.8, Ὀιστὸς, ἔξω δὲ τοῦ βορείου πόλου οὐ πολὺ διεστώς Vett.Val.13.12.
2 estar en pie, estar tieso ἐπ' ἄκρων δὲ διίσταται τῶν ποδῶν ἀνακλώμενος Luc.Ner.7, χιτὼν ... ὥσπερ ἐλασθέντος διεστηκώς τοῦ χρυσοῦ una túnica rígida como de oro batido Lyd.Mag.2.2.
3 detenerse de astros οὐδεὶς διὰ τῶν ζ (ἀστέρες) διέστηκεν Vett.Val.223.10.
B tr., en pres., fut. y aor. sigm.
I de individuos diferentes
1 separar τοὺς λόχους Th.4.74, (αὐτούς) εἰς μέρη πολλά D.18.61, ζῶντας ... ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε estando vivos no hubo nada que nos separara unos de otros Plu.Ant.84, cf. Pomp.19, τὰ ... τρίγωνα de dos figuras originariamente unidas, Papp.58, c. ac. y gen. o gen. c. prep. διαστῆσαι ... τὰ χείλη τῶν ὀδόντων Gal.18(2).597, ὀνόματα ἀπ' ἀλλήλων διιστάναι D.H.Dem.38.3, en v. pas. τὰ ... διϊστάμενα κατὰ συμφύσιας, ἀδύνατα ὁμοιωθῆναι las partes separadas en las sínfisis no pueden ser reunidas Hp.Mochl.41
en v. med. mismo sent. ἐπὶ γὰρ γῆς βεβῶτες γεώδη γένη διιστάμενοι pues cuando andamos sobre la tierra separando substancias térreas Pl.Ti.63c
c. dos ac., fig. considerar por separado ἐὰν διαστησώμεθα τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Pl.R.360e.
2 distinguir c. ac. y gen. de cosa ὁ Ἀριστοτέλης ... διιστὰς αὐτὴν (τὴν θυννίδα) τοῦ θύννου Ath.303d, sólo c. ac. διαστήσαις ἂν τὰ ξυμμεμειγμένα Aret.SA 2.2.15
abs. hacer una distinción κατ' εἴδη διιστάς Pl.Phlb.23d.
3 fig., de pers. poner en desacuerdo, enfrentar c. ac. y gen. de pers. o gen. c. prep. τοὺς μὲν λόγοις ἡμῶν διιστάναι enfrentar a los unos con nosotros por medio de discursos Th.6.77, διιστάναι τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17.
II de colectivos, continuos y plu.
1 dividir, partir σφῆνες ... διίστασαν τὸ ξύλον Paus.6.14.8, βοῦν ... διαστήσας παρὰ βωμῷ Nonn.D.4.351
fig. dividir internamente, desunir τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.2, τὸν δῆμον ἡμῶν Ar.V.41, οὐ γὰρ ὁ θεὸς διέστησεν ... τὴν οὐσίαν Plu.2.430e, en v. pas. τῆς ὕλης ἐπ' ἀμφότερα διισταμένης Plu.2.429c
dividir en dos partes προσέταξε τοῖς ὑπηρέταις διαστῆσαι τὸ πλῆθος ordenó a los lictores que dividieran a la multitud en dos partes App.Hisp.36, τὴν θάλασσαν διέκοψαν καὶ διέστησαν Clem.Al.Ecl.6, διαζευκτικοὶ δέ εἰσιν ὅσοι τὴν μὲν φράσιν ἐπισυνδέουσιν, ἀπὸ δὲ πράγματος εἰς πρᾶγμα διιστᾶσιν D.T.642.31
c. suj. abstr. ἡ δὲ πολυφιλία διίστησι καὶ ἀποσπᾷ καὶ ἀποστρέφει Plu.2.95a.
2 extender en todas direcciones ἀράχνια δ' εἰς ὅπλ' ἀράχναι λεπτὰ διαστήσαιντο que las arañas extiendan sobre las armas en todas direcciones sus tenues telas Theoc.16.97
distender διίστησι γὰρ τὸ στόμα la pronunciación de la ómicron, D.H.Comp.14.13
hinchar τοὺς μὲν κενοὺς ἀσκοὺς τὸ πνεῦμα διΐστησι· τοὺς δ' ἀνοήτους ἀνθρώπους τὸ οἴημα los odres vacíos los infla el viento; a los hombres imbéciles la arrogancia Demoph.Sim.57.
III con énf. en lo estático
1 poner distancia entre τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διιστῶσιν ἀνὰ μέσον ὑμῶν καὶ τοῦ θεοῦ LXX Is.59.2
en sent. temp. dejar pasar μικρὸν ... διαστήσαντα χρόνον Plu.2.119a, μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο Col.Memn.23.7 (II d.C.), διαστήσαντες ὀλίγον Clem.Al.Paed.1.6.35, βραχὺ διαστήσαντες medic. en BKT 3.20.
2 acordar, convenir en v. med. διαστησαμένου μου πρὸς αὐτὸν ἐφ' ᾧ ἀποδώσειν μοι ... PTeb.805.10 (II a.C.), περὶ ὧν σοι διεστάμην περὶ τῆς γῆς PTeb.22.4 (II a.C.), más frec. en v. pas., en part. οὐθὲν τῶν διασταθέντων μοι πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τέλος ἤγαγεν no cumplió ninguno de los acuerdos entre nosotros, PLugd.Bat.22.11.13 (II a.C.), τὸ διεστάμενον πρὸς αὐτὸν κεφάλαιον PTeb.711.6 (II a.C.), τῷ διασταθέ(ντι) τρόπῳ BGU 1781.10 (I a.C.), ἡ διεσταμένη τιμή BGU 1837.10 (I a.C.), τὸ διεσταμένον παραχωρητικὸν ἀργυρικὸν κεφάλαιον Stud.Pal.20.1.12, cf. PRoss.Georg.2.14.7 (ambos I d.C.).

English (Strong)

from διά and ἵστημι; to stand apart, i.e. (reflexively) to remove, intervene: go further, be parted, after the space of.

English (Thayer)

1st aorist διέστησα; 2nd aorist διέστην; (from Homer down); to place separately, put asunder, disjoin; in the middle (or passive) and the perfect and 2nd aorist active to stand apart, to part, depart: βραχύ δέ διαστήσαντες, namely, ἑαυτούς or τήν ναῦν (cf. Buttmann, 47 (41)), when they had gone a little distance, viz. from the place before mentioned, i. e. having gone a little farther, διαστάσης ὥρας μιᾶς one hour having intervened, διέστη ἀπ' αὐτῶν parted, withdrew from them, Luke 24:51.

Greek Monotonic

διΐστημι: μέλ. -στήσω,
I. 1. διαχωρίζω, τοποθετώ ξεχωριστά, διακρίνω, σε Θουκ., Δημ.
2. βάζω κάποιον σε απόσταση, σε διαφωνία με κάποιον άλλο, τινά τινος, σε Αριστοφ., Θουκ.· δ. τὴν Ἑλλάδα, σπέρνω διχόνοια, διαιρώ σε φατρίες, σε Ηρόδ.
II. 1. Μέσ. και Παθ., με αόρ. βʹ, παρακ., και Ενεργ. υπερσ., στέκομαι χωριστά, είμαι διαχωρισμένος, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· θάλασσα διΐστατο, η θάλασσα ανοιγόταν, στο ίδ.· τὰ διεστεῶτα, χάσματα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, διαχωρίζω, βρίσκομαι σε διαφορά, αντιδικώ, ερίζω, φιλονικώ, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων, συμμάχησε με τη μία ή την άλλη μεριά, στον ίδ.· απλώς, διαφέρω, είμαι διαφορετικός, σε Ξεν.
3. χωρίζομαι μετά τη μάχη, σε Ηρόδ.
4. στέκομαι σε συγκεκριμένες αποστάσεις ή διαστήματα, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, δ. κατὰ διακοσίους, σε Θουκ.
III. στον Μέσ. αόρ. αʹ είναι μτβ., διαχωρίζω, αποχωρίζω, σε Πλάτ., Θεόκρ.

German (Pape)

[Seite 625] (s. ἵστημι), auseinanderstellen, gesondert aufstellen; τοὺς λόχους Thuc. 4, 74; trennen, unterscheiden, κατ' εἴδη, ἐν τάξει, Plat. Phil. 23 d Rep. X, 617 d; εἰς μέρη, Dem. 18, 61, u. Sp; neben διακόπτω, Plut. Pomp. 19; τὶ ἀπό τινος, dem χωρίζειν entsprechend, Symp. 4, 1, 3, vgl. D. Hal. 9, 17; ἡμᾶς ἀλλήλων, Anton. 84; τίτινος, davon unterscheiden, Ath. VII, 803 d. Auch im med. praes. u. aor., γένη Plat. Tim. 63 c; τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Rep. II, 360 e. – Dah. τὸν δῆμον, veruneinigen, Ar. Vesp. 41; vgl. τὴν Ἑλλάδα Her. 9, 2; Xen. Hell. 2, 2, 35; Thuc. 6, 77, τινά τινος; Luc. D. Mort. 14, 2. – Häufiger im med. u. perf. nebst aor. II. act., sich auseinanderstellen, trennen, Ggstz von συνάγεσθαι, Plat. Tim. Locr. 101 a; θάλασσα διίστατο Il. 13, 29; vgl. 17, 391. 24, 718; διαστὰν γᾶς βάθρον, auseinander klaffend, Soph. O. C. 1653; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Her. 7, 129; – bes. feindlich, διαστήτην ἐρίσαντε Il. 1, 6; τίη δὴ νῶι διέσταμεν Iliad. 21, 436; – διέστησαν χωρίς Her. 8, 16, sie trennten sich; nach dem Kampfe auseinander gehen, 1, 76; vgl. Isocr. 5, 38; πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Plat. Rep. VIII, 550 e; κατὰ πόλεις διέσταμεν, sind getrennt, Thuc. 4, 61; διέστησαν κατὰ διακοσίους, sie stellten sich abgesondert in Haufen von zweihundert Mann auf, 4, 32; vgl. Xen. An. 1, 5, 2; πολὺ διεστώσας τάς τε – καὶ τὰς – γνώμας εὑρήσομεν Isocr. 1, 1; ἡ Πελοπόννησος διειστήκει Dem. 18, 18, hatte sich in Parteien getrennt, wie εἰς δύο 10, 4; ἐς συμμαχίαν ἑκατέρων Thnc. 1, 15; πόλεως διεστώσης Plut. Num. 17; πρὸς ἄλληλα Arist. Pol. 1, 8, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διίστημι: μέλλ. διαστήσω, στήνω χωριστά, τοποθετῶ χωρίς, διαχωρίζω, τοὺς λόχους Θουκ. 4. 71· κατ’ εἴδη Πλάτ. Φιλ. 23D· διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς πολλὰ μέρη Δημ. 245. 23· δ. τί τινος ἢ τι ἀπό τινος Πλούτ. Ἀντων. 84, κτλ. 2) χωρίζω τινὰ ἀπό τινος, κάμνω τινὰ νὰ διαφωνῇ πρός τινα, τινά τινος Ἀριστοφ. Σφηξ. 41, Θουκ. 6. 77· δ. τὴν Ἑλλάδα, ἐνσπείρω διχόνοιαν, διαιρῶ εἰς φατρίας, Ἡρόδ. 9. 2. 3) διαστήσας ἡμέρας δύο, ἀφήσας διάστημαδιάλειμμα δύο ἡμερῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 996. 7. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ διέστην, πρκμ. διέστηκα καὶ ὑπερσυντ. διειστήκη καὶ διειστήκειν· ― ἵσταμαι χωριστά, διαιροῦμαι, διαχωρίζομαι, Ἰλ., τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. β΄, ὡς Ω. 718· κατὰ παρατατ. θάλασσα διίστατο, ἠνοίγετο, Ν. 29· διαστὰν γῆς βάθρον, ἀνοιχθὲν μεγάλως, Σοφ. Ο. Κ. 1662· τὰ διεστεῶτα, τὰ χάσματα, Ἡρόδ. 7. 129. 2) ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι χωριστά, ἐρίζω, φιλονικῶ, διαστήτην ἐρίσαντε Ἰλ. Α. 6· εἴ τινές που διασταῖεν Θουκ. 1. 18. διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων, ἔλαβον τὸ μέρος τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης μερίδος, αὐτόθι 15· κατὰ πόλεις διέσταμεν 4. 61· διεστηκότες εἰς δύο Δημ. 132. 12, πρβλ. 231. 5· ἐρίζειν καὶ διεστάναι ὁ αὐτ. 26. 20·― ἁπλῶς, διαφέρω, εἶμαι διάφορος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19· πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Πολ. 1. 5, 8· ― οὖρα διεστηκότα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1259. 3) ὡσαύτως χωρίζομαι μετὰ μάχην, Ἡρόδ. 1. 76., 8. 16, 18, Ἰσοκρ. 89Ε. 4) ἵσταμαι κατ’ ἀποστάσεις ἢ διαστήματα, Ἡρόδ. 2. 66· ἐπὶ δένδρων ἐν δενδροστοιχίᾳ ἢ ἐν γραμμῇ, 3. 72· ἐπὶ ταχυδρομικῶν σταθμῶν, 8. 98· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. κατὰ διακόσιους Θουκ. 4. 32. ΙΙ. τὸ μέσ. εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει μεταβατ., διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, γεώδη γένη διιστάμενοι Πλάτ. Τιμ. 63C· ἀλλὰ τοῦτο πρὸ πάντων κατ’ ἀόρ. α΄, ὡς Πλάτ. Πολ. 360Ε, κτλ., Θεόκρ. 16. 97.

English (Autenrieth)

only intr., aor. 2 διαστήτην, διέστησαν, part. διαστάντες, perf. διέσταμεν, mid. ipf. διίστατο: stand apart, separate; met., διαστήτην ἐρίσαντε, Il. 1.6.

Middle Liddell

fut. -στήσω
I. to set apart, to place separately, separate, Thuc., Dem.
2. to set one at variance with another, τινά τινος Ar., Thuc.; δ. τὴν Ἑλλάδα to divide it into fractions, Hdt.
II. Mid. and Pass., with aor2, perf., and plup. act., to stand apart, to be divided, Il.; θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, Il.; τὰ διεστεῶτα chasms, Hdt.
2. of persons, to stand apart, be at variance, Il., Thuc.; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, Thuc.:—simply to differ, be different, Xen.
3. to part after fighting, Hdt.
4. to stand at certain distances or intervals, Hdt.; of soldiers, δ. κατὰ διακοσίους Thuc.
III. aor1 mid. is trans. to separate, Plat., Theocr.

Russian (Dvoretsky)

διΐστημι: (fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)
1) расставлять, размещать (τοὺς λόχους Thuc.): διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. находясь на расстоянии друг от друга; θάλασσα διΐστατο Hom. (широко) расстилалось море; med. расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.);
2) раскалывать, расщеплять (ξύλον Arst.);
3) раскрывать: τοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. при (широко) раскрытых глазах;
4) разделять, раздроблять, расчленять (τὴν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἓλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὶ διΐστη ὁ πολέμιος Plut.);
5) отделять, различать, отличать (ἡδονὴν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.);
6) разлучать, склонять к отпадению (τινά τινος Thuc., Arph.);
7) лог. разлагать, делить (κατ᾽ εἴδη Plat.);
8) отходить, отступать (οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.);
9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучаться: ἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. после боя (войска) разошлись; διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. они разбились на группы по двести человек; ἡ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. расстояние между удаленными друг от друга предметами; διαστήτην ἐρίσαντε Hom. (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре; ἡ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями; ὁ δῆμος διέστη Plat. народ разделился на (враждебные) партии; τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. разведенная жена;
10) расседаться, раскалываться: τὰ διεστεῶτα Her. расселины, трещины;
11) различаться, отличаться (πρὸς ἀλλήλους Arst.): πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. богатство и добродетель вещи разные; πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. весьма различные вещи; ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὶ ἡ τραγῳδία πρὸς τὴν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. в этом же состоит и отличие трагедии от комедии.

Chinese

原文音譯:disthmi 笛-衣士帖米
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-站 相當於: (פָּרַד‎)
字義溯源:站開,往前行,離開,分開,過了;由(διά)*=通過)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(3);路(2);徒(1)
譯字彙編
1) 往前行(1) 徒27:28;
2) 他就離(1) 路24:51;
3) 過了(1) 路22:59