ἐλαιοχύτης
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ῠ], ου, Dor. -τας, ὁ,= φαρμακεύς (Rhod.), Hsch. II attendant who served out oil in the gymnasium, CPHerm.57.9, 59.7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -τας Hsch.
1 que vierte aceite, aceitera glos. a ἐπαρυστρίδες Hsch.
2 empleado que proporcionaba el aceite para fricciones en el gimnasio CPHerm.57.9, 59.7 (ambos III d.C.).
3 como adj. ungido con aceite ἐλαιοχύτας· περιραινόμενος Hsch.
Greek Monolingual
ἐλαιοχύτης, ο δωρ. τ. ἐλαιοχύτας
(Α)
1. υπηρέτης που χορηγούσε το λάδι στα γυμνάσια (γυμναστήρια)
2. (κατά τον Ησύχιο) «φαρμακεὺς παρὰ Ῥοδίοις».