ἐφημερόβιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, living for the day, living from hand to mouth, χειροτέχνης Ph.2.389, cf. Ptol.Tetr.160.
Greek Monolingual
ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.