ἐπισκώπτω

From LSJ
Revision as of 14:58, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκώπτω Medium diacritics: ἐπισκώπτω Low diacritics: επισκώπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: episkṓptō Transliteration B: episkōptō Transliteration C: episkopto Beta Code: e)piskw/ptw

English (LSJ)

A laugh at, make fun of, τινά X.Mem.4.4.6; τι ib.3.11.16; τινὰ ὡς... ὅτι . ., Pl.Euthphr.11c, X.Smp.1.5; εἴς τι Plu.Lyc.30; cast in one's teeth, τινὶ τὴν δεισιδαιμονίαν J.Ap.1.22:—Pass., πρός τινων Gal.6.307. 2. abs., jest, make fun, Ar.Ra.375; ἔφη ἐπισκώπτων X.Mem.1.3.7.

German (Pape)

[Seite 980] dabei scherzen, spotten, verbunden mit παίζω u. χλευάζω, Ar. Ran. 375; ἔφη ἐπισκώπτων, indem er scherzend hinzufügte, Xen. Mem. 1, 3, 7; verspotten, necken, τινά, Plat. Euthyph. 11 c; Xen. Mem. 4, 4, 6 u. Sp., wie Plut. Them. 5; τί, sich über Etwas lustig machen, Xen. Mem. 3, 11, 16, wie Luc. conscr. hist. 32; εἴς τι, auf Etwas, Plut. Lyc. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτω: σκώπτω ἐπί τινι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι αὐτόθι 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφ. γραφ. ἐπικόπτω· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, παίζω, ἀστεΐζομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

se moquer, railler : τινα se moquer de qqn ; τι, εἴς τι de qch.
Étymologie: ἐπί, σκώπτω.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].

Greek Monotonic

ἐπισκώπτω: μέλ. -ψω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιπαίζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., αστειεύομαι, «παίρνω στο ψιλό», κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.· ἐπισκώπτων, αστειευόμενος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκώπτω:
1) высмеивать, осмеивать, вышучивать (τινά Xen., Plat., Plut., τι Xen. и τινὰ εἴς τι Plut.);
2) шутить, балагурить (ἐγκρούειν καὶ ἐ. καὶ παίζειν καὶ χλευάζειν Arph.): ἔφη ἐπισκώπτων Xen. (Сократ) в шутку сказал.

Middle Liddell

fut. ψω
to laugh at, quiz, make game of, τινά Plat., Xen.:—absol. to joke, make fun, Ar.; ἐπισκώπτων jestingly, Xen.