ῥιζάρι
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόδανον: τό, τὸ «ῥιζάρι», Λατ. Rubia tinctorum, Rubia tinctoria, Διοσκ. 3. 150˙ ἐρυθρόδανος, ἡ, Πλίν. 24. 56.
ἐρυθρόδανον: τό, τὸ «ῥιζάρι», Λατ. Rubia tinctorum, Rubia tinctoria, Διοσκ. 3. 150˙ ἐρυθρόδανος, ἡ, Πλίν. 24. 56.