ἀναντιρρήτως
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
without opposition, without making objections, incontrovertibly, without gainsaying, by consent
English (Thayer)
(WH ἀναντιρρήτως, see their Appendix, p. 163, and Rho), adverb, without contradiction: Polybius 23,8, 11 (others). See: ἀναντίρρητος.
Spanish
sin oposición, sin posibilidad de controversia
Russian (Dvoretsky)
ἀναντιρρήτως: без возражений, не споря Polyb.
Chinese
原文音譯:¢nanti¸?»twj 安-安提-而雷吐士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-交換-湧出 似的
字義溯源:迅速地,不推辭,無可否認的,不能反駁的;源自 (ἀναντίρρητος)=不容置辯的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀντί)*=相對)及(λέγω)*=說出來)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 不推辭(1) 徒10:29