ιππέας
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
ιππέας, ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) ίππος
1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῖται», Αισχύλ.)
2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα του ιππικού ασκημένος στην ιππασία και στο να μάχεται έφιππος («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ο ηνίοχος άρματος ή ο πολεμιστής που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας
3. ιπποκόμος
4. είδος ευκίνητων καβουριών
5. ως κύριο όν. Ἱππεύς
ονομασία ενός κομήτη
6. μέτρο χωρητικότητας καρπών
7. κόσμημα για μικρά κορίτσια
8. στον πληθ. οἱ ἱππεῑς
α) οι πολίτες που αποτελούσαν κατά την αρχαιότητα σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική τάξη
β) (στη Σπάρτη) αυτοί που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του βασιλιά
γ) (κατά τη νομοθεσία του Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη τάξη πολιτών
δ) οι βαριά οπλισμένοι μαχητές, σε αντίθεση με τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς και τοξότες
9) φρ. «τῆς πολιτείας ἱππεύς» — δημόσιος ταχυδρόμος.