τροφός
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ὁ and ἡ, (τρέφω) A feeder, rearer, Hom. only in Od. and always fem. of a nurse, φίλη τ. Εὐρύκλεια 2.361, al., cf. Hdt.2.156,6.61, LXX Ge.35.8, PCair.Zen.292.157 (iii B. C.), Glotta 16.274 (Egypt), Sor.1.105, al., Gal.6.36, etc.; ἡ τ. βασιλέως Sammelb.4980 (i B. C.); of a mother, S.Aj.849.—The masc. was usually τροφεύς (q.v.); but τροφός as masc. occurs in E.HF45, El.409, Pl.Plt.268a, 268c. 2 metaph., of a city, Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί Pi.P. 2.2; Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ A.Th.16; αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ Id.Ch.66 (lyr.), cf. S.OT1092 (lyr.), OC760; μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τ. Men.Mon.617; νὺξ ἄστρων τ. E.El.54; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τ. X.Oec.5.17, cf. Pl.Plt.267d; of Miletus, τ. τοῦ . . Ἀπόλλωνος SIG906A5 (iv A. D.). 3 in neut., τὸ τροφόν = that which nourishes, Pl.Plt.289a. 4 τροφός, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.99. II Pass., nursling, τροφοί· ἀντὶ τοῦ θρέμματα (Meineke τροφαί), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τροφός: ὁ, καὶ ἡ, (τρέφω) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. κυρίως ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, τροφεύς, Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, Συράκουσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ τροφή, αὐτόθι 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui nourrit, qui élève ; ἡ τροφός nourrice.
Étymologie: τρέφω.
English (Autenrieth)
nurse. (Od.)
English (Slater)
τροφός (ἡ)
1 nurse Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) ]τροφος fr. 51f. c. met., ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ς ζαθέας τροφοῦ (Pae. 2.63) κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.14)
Spanish
English (Strong)
from τρέφω; a nourisher, i.e. nurse: nurse.
English (Thayer)
τροφου, ἡ (τρέφω; see τροφή), a nurse: Homer down; for מֵינֶקֶת, Isaiah 49:23.)
Greek Monolingual
η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α
(κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα
αρχ.
1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον
2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα
3. το θηλ. α) ονομασία εμπλάστρου
β) μτφ. i) η πόλη στην οποία ανατράφηκε κάποιος, η πατρίδα του
ii) (στην ποίηση) αυτή που στηρίζει την ύπαρξη άλλων («τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρᾳ καὶ τροφόν», Ξεν.)
4. (το ουδ.) τὸ τροφόν
η τροφή
5. (το αρσ. και θηλ. πληθ.) τροφοί
(κατά τον Ησύχ.) (με παθ. σημ.) «θρέμματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ-της ρίζας του τρέφω.
Greek Monotonic
τροφός: ὁ και ἡ (τρέφω), αυτός που ανατρέφει, τροφός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· μεταφ., λέγεται για πόλη, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τροφός: ὁ и ἡ тж. перен. кормилец, кормилица, воспитатель(ница) Hes., Her., Trag., Xen., Plat., Men. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφός -οῦ, ὁ, ἡ [τρέφω] verzorger, voedster:; βασιλίδος πιστὴ τροφέ trouwe voedster van de koningin Eur. Hipp. 267; overdr.: ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ door de voedende aarde Aeschl. Ch. 66; νὺξ... ἄστρων τροφός nacht, voedster van de sterren Eur. El. 54.
Middle Liddell
τροφός, τρέφω
a feeder, rearer, nurse, Od., Hdt., attic: metaph., of a city, Pind., Aesch.
Chinese
原文音譯:trofÒj 特羅賀士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滋養(者)
字義溯源:撫養者,養育者,餵養者,母親;源自(τρέφω)*=使強而有力,餵養)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 餵養者(1) 帖前2:7