κρηνούχος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Greek Monolingual
κρηνοῦχος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].