κρηνούχος

From LSJ
Revision as of 20:03, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

κρηνοῦχος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].