σύνδουλος
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A fellow-slave, masc., Id.Ion 1109, Ar.Pax745 (anap.), Theopomp.Com.32.8, Lys.Fr.331 S., Herod.5.56, Ev.Matt. 18.29, etc.; fem., Hdt.2.134, E.Med.65, etc.; also fem. συνδούλη, Hdt.1.110, Babr.3.6. 2 metaph. in NT, Ep.Col.1.7, Apoc.6.11, al. (The statement of Moeris p.273 P., ὁμόδουλος Ἀττικῶς, σύνδουλος Ἑλληνικῶς, is incorrect: Poll.3.82 distinguishes ς. 'slave of the same master' fr. ὁμόδουλος 'companion in slavery'.)
German (Pape)
[Seite 1009] mitdienend, Mitsklave; Eur. Ion 1109; Ar. Pax 729; Her. öfter, auch ἡ σύνδουλος, Mitsklavinn, 2, 134.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδουλος: ὁ, ἡ, ὁ συνδουλεύων, ὁ ὁμοίως δοῦλος, ὁ μετ’ ἄλλου τινὸς δουλεύων τῷ αὐτῷ δεσπότῃ, ὁμόδουλος, Εὐρ. Ἴων 1109, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 745, Λυσίας, κλπ.˙ ὡς θηλ., Ἡρόδ. 1. 110., 2. 134, Εὐρ. Μήδ. 65, κτλ.˙ ἀλλὰ ἰδιαίτερον θηλ. συνδούλη ἀπαντᾷ παρὰ Βαβρ. 3. 6, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 110. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 176.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
compagnon d’esclavage.
Étymologie: σύν, δοῦλος.
English (Strong)
from σύν and δοῦλος; a co-slave, i.e. servitor or ministrant of the same master (human or divine): fellowservant.
English (Thayer)
συνδούλου, ὁ (σύν and δοῦλος), a fellow-servant; one who serves the same master with another; thus used of
a. the associate of a servant (or slave) in the proper sense: one who with others serves (ministers to) a king: the colleague of one who is Christ's servant in publishing the gospel: Lightfoot)).
d. one who with others acknowledges the same Lord, Jesus, and obeys his commands: one who with others is subject to the same divine authority in the Messianic economy: so of angels as the fellow-servants of Christians, Moeris says, p. 273, ὁμόδουλος ἀττικως, σύνδουλος ἑλληνικως. But the word is used by Aristophanes, Euripides, Lysias.)
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ δοῦλος
μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία του Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῦ ἀγαπητοῦ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ως δούλος του ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
σύνδουλος: ὁ, ἡ, αυτός που είναι σύντροφος στη δουλεία, σκλάβος στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. συνδούλη, σε Βάβρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνδουλος, ὁ, ἡ, f. ook συνδούλη -ης, Att. ook ξύνδουλος [συν, δοῦλος] mede-slaaf of -slavin.
Russian (Dvoretsky)
σύνδουλος: ὁ и ἡ товарищ (подруга) по рабству Her., Eur., Arph., Arst., NT или по труду NT.
Middle Liddell
σύν-δουλος, ὁ, ἡ,
a fellow-slave, Hdt., Eur., etc.: a special fem. συνδούλη in Babr.
Chinese
原文音譯:sÚndouloj 尋-都羅士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:共同-奴隸
字義溯源:同作奴隸,一同作僕人,同作僕人,同伴;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)=奴僕)組成,而 (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(10);太(5);西(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 同伴(4) 太18:29; 太18:31; 太18:33; 太24:49;
2) 同作僕人的(2) 西4:7; 啓6:11;
3) 同作僕人(2) 西1:7; 啓22:9;
4) 一同作僕人(1) 啓19:10;
5) 同伴的(1) 太18:28