βήρυλλος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, A gem of sea-green colour, beryl, LXX To.13.17, D.P. 1012, Tryph.70, PHolm.8.10, al.; Ἰνδὴ β. AP9.544 (Adaeus); β. λίθος Luc.VH2.11:—Dim. βηρύλλιον, τό, LXX Ex.28.20, D.S.2.52.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.
Greek (Liddell-Scott)
βήρυλλος: ἡ, πολύτιμός τις λίθος χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. λίθος Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 mineral. berilo LXX To.13.17, D.P.1012, Plu.Fluu.18.3, Luc.VH 2.11, Triph.70, PHolm.47, 48, AP 9.544 (Adaeus), Hsch.
2 bot., una planta prob. la misma que βηρύλλιος Hsch.
• Etimología: Término de origen indio, cf. prácrito veruliya- de veḷuriya-, palabra dravídica seguramente de Vēḷur, n. de una ciudad de la India.
English (Abbott-Smith)
βήρυλλος, -ου, ὁ, ἡ, [in LXX: To 13:17 (-ύλλιον in Ex 28:20, שֹׁהַם*;]
beryl, a jewel of sea-green colour: Re 21:20.†
English (Strong)
of uncertain derivation; a "beryl": beryl.
English (Thayer)
βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a precious stone of a pale green color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): βηρύλλιον, equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB under the word Edelsteine, 11; (especially Riehm, HWB, ibid. 3,12).
Greek Monolingual
η (AM βήρυλλος)
πυριτικό ορυκτό, μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους (ακουαμαρίνα, σμαράγδι, ηλιόδωρο, μοργανίτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βήρυλλος προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. βηρύλλιο, η οποία εισήχθη κατά την ελληνιστική εποχή μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει από την Ινδία, την πατρίδα των πολύτιμων λίθων
πρβλ. μσν. ινδ. veruliya- < veluriya, (αρχ. ινδ. vaidūrya-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. < Vēlur, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].
Russian (Dvoretsky)
βήρυλλος: ἡ берилл (драгоценный камень) Luc., Plut., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: a precious stone, beryll (LXX),
Other forms: βηρύλλιον id. (LXX).
Derivatives: βηρύλλιος a plant (Ps.-Dsc.); βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India
Etymology: The stone came in hellenistic times from India; the name was Prākrit veruliya < veḷuriya (sanskriticised vaiḍūrya-). The word is Dravidian, perhaps derived from von Vēḷūr, now Bēlūr, a town in southern India, s. Master BSOAS 11, 304ff. βήρυλλος from βηρύλλιον Leumann Glotta 32, 215 n. 6.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βήρυλλος -ου, ἡ beryl (edelgesteente).
Frisk Etymology German
βήρυλλος: {bḗrullos}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Edelsteins, Beryll (LXX usw.), βηρύλλιον ib. (LXX, D. S.).
Derivative: Davon βηρύλλιος Pflanzenname (Ps.-Dsk.) und βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Etymology : Mit dem Stein ist auch die Benennung im hellenistischen Zeitalter aus Indien gekommen: prākrit veruliya aus veḷuriya (sanskritisiert vaiḍūrya-). Das Wort ist dravidisch und wahrscheinlich von Vēḷūr, jetzt Bēlūr, N. einer Stadt in Südindien, abgeleitet, s. Master BSOAS 11, 304ff. — βήρυλλος ist aus βηρύλλιον rückgebildet, s. Leumann Glotta 32, 215 A. 6.
Page 1,234
Chinese
原文音譯:b»rulloj 卑呂羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:綠寶石
字義溯源:綠寶石^,水蒼玉;呈暗緣色,是新耶路撒冷城牆的第八根基
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 水蒼玉(1) 啓21:20