ἀπολακτίζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολακτίζω Medium diacritics: ἀπολακτίζω Low diacritics: απολακτίζω Capitals: ΑΠΟΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: apolaktízō Transliteration B: apolaktizō Transliteration C: apolaktizo Beta Code: a)polakti/zw

English (LSJ)

A kick off or away, shake off, ἀνίας Thgn.1337; ὕπνον A.Eu.141; βαρεῖαν κωφείαν Phld.D.1.24 (dub.); inimicos Plaut. Epid. 678. 2 spurn, λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651; τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Plu. Ant.36. II abs., kick out, kick up, ἀμφοτέροις with both legs, Luc. Asin.18.

German (Pape)

[Seite 310] mit den Füßen ausschlagen, Luc. Asin. 18; von sich stoßen, verschmähen, ὕπνον Aesch. Eum. 136; λέχος Prom. 654; Sp.; τὰ καλά Plut. Ant. 36, 6; vgl. Plat. bei D. L. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολακτίζω: μέλλ. ἀττ. -ῐῶ, λακτίζων ἀπωθῶ, ἀποσείω, ἀνίας Θέογν. 1337· ὕπνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 141. 2) καταφρονῶ, ἀπορρίπτω, «κλωτσῶ», λέχος τὸ Ζηνὸς ὁ αὐτ. Πρ. 651· τὰ καλὰ καὶ σωτήρια Πλουτ. Ἀντών. 36. ΙΙ. ἀπολ., λακτίζω, κλωτσῶ, ἀμφοτέροις (ὑποκ. τοῖς ποσὶν), «μὲ τὰ δύο», Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολακτίσω, att. ἀπολακτιῶ;
regimber, ruer ; fig. repousser avec dédain, repousser, acc..
Étymologie: ἀπό, λακτίζω.

Spanish (DGE)

1 dar una patada de ahí fig. sacudirse ἀνίας Thgn.1337, ὕπνον A.Eu.141
abs. cocear, revolverse coceando ἀμφοτέροις con ambas patas Luc.Asin.18, de un cerdo que va a ser sacrificado, M.Ant.10.28, ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος el niño mimado tiró coces e.d. fue ingrato LXX De.32.15
fig. rechazar, rehusar τὴν θυσίαν μου Al.1Re.2.29.
2 tratar a patadas, maltratar λέχος τὸ Ζηνός A.Pr.651, τὰ καλά Plu.Ant.36, inimicos Plaut.Epid.678.

Greek Monolingual

(AM ἀπολακτίζω) λακτίζω
απορρίπτω
αρχ.
1. διώχνω μακριά κλοτσώντας
2. κλοτσώ.

Greek Monotonic

ἀπολακτίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ·
1. κλωτσώ μακριά, απωθώ κλωτσώντας, αποτινάζω, ὕπνον, σε Αισχύλ.
2. καταφρονώ, απορρίπτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολακτίζω:
1) брыкаться (ἀμφοτέροις Luc.);
2) отбрасывать с презрением, отвергать (λέχος τὸ Ζηνός Aesch.; τὰ καλὰ πάντα Plut.);
3) отгонять, стряхивать с себя (ὕπνον Aesch.).

Middle Liddell


1. to kick off or away, shake off, ὕπνον Aesch.
2. to spurn, Aesch.