ἀφάλλομαι

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφάλλομαι Medium diacritics: ἀφάλλομαι Low diacritics: αφάλλομαι Capitals: ΑΦΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: aphállomai Transliteration B: aphallomai Transliteration C: afallomai Beta Code: a)fa/llomai

English (LSJ)

aor. inf. A ἀφάλασθια Ael.VH6.14; Ep. aor. part. ἀπάλμενος Bion Fr.10.15:—spring off or down from, πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers.305; ἐπὶ τὴν κεφαλὴν . . ἀφήλατο jumped off on to his head, Ar.Nu.147; ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plu.Caes.27, cf. Ael. l.c.; of a river, τῆς πέτρας πλεῖον ἢ στάδιον ἀ. τὴν καταφοράν Plb.10.48.5. 2 jump, bound, of a quick pulse, Ruf.Syn.Puls.7.5. II rebound, glance off, ἀπὸ τῶν λείων Arist. de An.420a22; πέτρου Nic. Th.906: abs., AP9.159; to be reflected, πῦρ ἀπὸ πυρός Plu.2.931b.

German (Pape)

[Seite 406] ab-, wegspringen, πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο, leichten Sprungs sprang er aus dem Schiff, Aesch. Pers. 297; Ar. Nubb. 148 u. Sp.; ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plut. Caes. 27; abprallen, Nic. Tier. 907; vom Lichte Plut. de fac. orb. lun. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάλλομαι: μέλλ. -αλοῦμαι, μετ’ Ἐπικ. ἀορ. ἀπάλμενος Βίων 4. 15· ἅλλομαι, πηδῶ ἀπό τινος, ἐπί τι, πήδημα κοῦφον ἐκ νεώς ἀφήλατο, ὅμοιον τῷ πήδημα πηδᾶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· ἐπί τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο (ἡ ψύλλα), ἀπεπήδησε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν κεφ., κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 147· ἀφ’ ἵππου Πλουτ. Καῖσ. 27. ΙΙ. ἀποπάλλομαι, ἀπό τῶν λείων Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 11, πρβλ. Νικ. Θ. 906, Ἀνθ. Π. 9. 159· ἀντανακλῶμαι, ἐπὶ φωτός, Πλούτ. 2. 931D.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἀφηλάμην, ao.2 ἀφηλόμην, pf. inus.
sauter ou bondir de, jaillir de, gén. ou ἐξ ou ἀπό τινος.
Étymologie: ἀπό, ἅλλομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. ép. ἀπάλμενος Bio Fr.13.15, tem. ἀφαλόμενος Plu.Caes.27]
1 saltar, dar un salto ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ... ἀφήλατο Ar.Nu.147, ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου desmontando Plu.l.c., cf. Ael.VH 6.14, Vit.Aesop.G 10, τῆς γῆς ἀφαλλόμενος dando un salto desde el suelo Plu.2.1069f, ἀφήλαντο ... κουφότατα saltaron (de las naves) de la manera más ágil Agath.3.20.7, fig. λῃστῇ ... ἀφαλλομένῳ ἐκ πόλεως εἰς πόλιν LXX Si.36.26, de un río τῆς πέτρας ... πλεῖον ἢ στάδιον ἀφάλλεσθαι dar un salto del precipicio de más de un estadio Plb.10.48.5, c. ac. int. πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο dio un salto ligero de la nave A.Pers.305.
2 acelerarse, agitarse de un pulso rápido, Ruf.Syn.Puls.7.5.
3 rebotar τὰ ἀφαλλόμενα ἀπὸ τῶν λείων los objetos que rebotan sobre las superficies lisas Arist.de An.420a22, σόλος ... πέτρου ἀφαλλόμενος la pesa de hierro rebotando en una piedra Nic.Th.906, ὀστέον ὡς ... ἔπληξεν, ἀφήλατο AP 9.159
reflejarse οὐδ' ἔστι ... πῦρ ἀπὸ πυρὸς ἀφαλλόμενον νοῆσαι ῥᾴδιον ni es fácil comprender que el fuego sea reflejado por el fuego Plu.2.931b, φῶς ... ἀφαλλόμενον καὶ τρομῶδες Sch.Arat.845.

Greek Monolingual

ἀφάλλομαι (Α)
1. πηδώ, αναπηδώ
2. αντανακλώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + άλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

ἀφάλλομαι: μέλ. -αλοῦμαι, αόρ. αʹ -ηλάμην· Επικ. μτχ. αορ. βʹ ἀπάλμενος·
I. πηδώ μακριά ή από κάτι, ἐκ νεώς, σε Αισχύλ.· ἀφήλατο, ανεπήδησε, σε Αριστοφ.
II. αναπηδώ, σείομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφάλλομαι:
1) спрыгивать, соскакивать (ἐκ νεώς Aesch.; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Arph.; τοῦ ἵππου, v.l. ἀφ᾽ ἵππου Plut.);
2) подпрыгивать, подскакивать (τῆς γῆς Plut.);
3) отскакивать, быть отражаемым (φῶς ἀπὸ φωτὸς ἀφαλλόμενον Plut.): τὰ πίπτοντα καὶ ἀφαλλόμενα ὁμοίας γωνίας ποιεῖ Arst. углы падения равны углам отражения.

Middle Liddell


I. to spring off or from, ἐκ νεώς Aesch.; ἀφήλατο jumped off, Ar.
II. to rebound, glance off, Anth.