ἀρρενοκοίτης

From LSJ
Revision as of 15:53, 27 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοκοίτης Medium diacritics: ἀρρενοκοίτης Low diacritics: αρρενοκοίτης Capitals: ΑΡΡΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: arrenokoítēs Transliteration B: arrenokoitēs Transliteration C: arrenokoitis Beta Code: a)rrenokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A sodomite, AP9.686; (ἀρσ-) 1 Ep.Cor.6.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα ἀρρενοκοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. ἀρρενοκοιτία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.