καρυκοποιός

From LSJ
Revision as of 08:15, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " of a]]" to "]] of a")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκοποιός Medium diacritics: καρυκοποιός Low diacritics: καρυκοποιός Capitals: ΚΑΡΥΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: karykopoiós Transliteration B: karykopoios Transliteration C: karykopoios Beta Code: karukopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A maker of a καρύκη, Achae.12.

German (Pape)

[Seite 1331] leckere Brühe zubereitend, Ath. IV, 173 d, aus Achaeus.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῡκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων καρύκην, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 173D.

Greek Monolingual

καρυκοποιός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει καρύκη, σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξοποιός, βροχοποιός.