ἀφέτης
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ου, ὁ, A (ἀφίημι) one who lets off a military engine, Plb.4.56.3. b teacher of ballistic, IG2.465.22. c starter in races, POxy.152.1 (vii A.D.). 2 Astrol., prorogator, heavenly body which determines the vital quadrant, Ptol.Tetr.131. II Pass., a freed-slave among the Spartans, Myro2.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, 1) der Loslassende, der Schleuderer beim Wurfgeschütz, Pol. 4, 56. – 2) der Freigelassene bei den Lacedämoniern, bei Ath. VI, 271 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέτης: του, ὁ (ἀφίημι) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ πρός, τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., δοῦλος ἀπελεύθερος ἐν Σπάρτῃ, «πολλάκις..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. 1 qui lance des traits ou des projectiles, particul. qui manœuvre une baliste;
2 t. d’astron. qui lance des rayons en parl. de certains corps célestes;
II. à Sparte esclave, affranchi.
Étymologie: ἀφίημι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I en Esparta liberto Myro 1.
II 1artillero, servidor de una máquina de guerra λιθοφόρους ... καὶ τοὺς ἀφέτας (ἡτοίμασαν) Plb.4.56.3, τὸν τοξότην ... καὶ τὸν ἀφέτην IG 22.1028.53, cf. 1007, 1008.85, 1009.22 (todas II a.C.).
2 juez de salida en las carreras OAshm.Shelton 85, 89 (IV d.C.?), POxy.152.1 (VII d.C.).
3 astrol. astro que influye sobre el cuadrante vital en el momento del nacimiento, Ptol.Tetr.3.11.10, Cat.Cod.Astr.8.(1).261, 262.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέτης: ου ὁ метатель, pl. прислуга метательного орудия Polyb.