αἴθριος

From LSJ
Revision as of 12:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴθριος Medium diacritics: αἴθριος Low diacritics: αίθριος Capitals: ΑΙΘΡΙΟΣ
Transliteration A: aíthrios Transliteration B: aithrios Transliteration C: aithrios Beta Code: ai)/qrios

English (LSJ)

ον, A clear, bright, of weather, αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος Hdt. 2.25; αἴθριος πάγος = clear frost, S.Fr.149; f.l. in Ant.357. 2 epithet of Ζεύς, Heraclit. 120, Theoc.4.43, cf. Arist.Mu.401a17, Thphr.CP5.12.2; of winds which cause a clear sky, h. Ap.433, Arist.Mete.364b29; especially of the North wind, ib. 358b1. II kept in the open air, στέφη Cratin.22. III αἴθριον, τό, adaptation of Lat. atrium to a Greek sense, J.AJ3.6.2, Luc.Anach.2, POxy.268.22 (i A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἴθριος: αἴθριον, καθαρός, λαμπρός, ἀνέφελος ἐπὶ ἀτμοσφαιρ. καταστάσεως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 433· αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος, Ἡρόδ. 2. 25. 2) ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, Θεόκρ. 4. 43, Ἀριστ. Κόσμ. 7, 2, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 2: ἐπὶ ἀνέμων καθιστώντων ἀνέφελον τὸ στερέωμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18· ἰδίως ἐπὶ τῶν βοβείων ἀνέμων, αὐτόθι 2. 6, 22. ΙΙ. ὁ ἐν ὑπαίθρῳ τηρούμενος, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν», 5. 2) ψυχρός, κρυερός· πάγου φανέντος αἰθρίου, Σοφ. Ἀποσπ. 162· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἴδε ἐν λέξει ὑπαίθριος. ΙΙΙ. αἴθριον, τό, ὡς ἡρμηνεύθη εἰς τὴν Ἑλλ. τὸ Λατ. atrium, πρόδομος, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 2, Λουκ. Ἀναρχ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pur, serein;
2 qui se trouve à l’air libre : τὸ αἴθριον traduct. par allitér. du lat. atrium.
Étymologie: αἴθρα.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: neutr. plu. graf. ἔθρια Hsch.
I 1que procede del éter o habita en él de los vientos h.Ap.433, Call.Fr.228.51, de Zeus, Heraclit.B 120, Arist.Mu.401a17, Theoc.4.43, IByzantion 19.3 (I a.C.), IPr.185 (I a.C.).
2 claro, despejado ἠήρ Hdt.2.25, ἡμέρα Plb.4.78.6, αἴγλη Nonn.D.22.215, αὐλή (celestial), Nonn.D.33.286.
3 producido con el relente αἰ. πάγος S.Fr.149.3
expuesto al aire libre στέφη Cratin.24, ξυνελέγησαν αἴθριοι se reunieron al aire libre Procop.Vand.1.4.4.
4 causante del buen tiempo, que despeja la atmósfera ἄνεμοι Arist.Mete.364b29.
II subst.
1 τὸ αἰ. patio αἴθριον διαμετρησάμενος τὸ μὲν εὖρος πεντήκοντα πηχῶν I.AI 3.108, cf. Luc.Am.12, ἐν τῷ αἰθρίῳ τῆς αὐλῆς Luc.Anach.2
en pap. patio interior a cielo abierto, patio de luces τὸ αἴ. τοῦ κοιτῶνος PCair.Zen.764.39 (III a.C.), μέρος οἰκίας ... ἐν ᾗ κατὰ μέσον αἴ. καὶ τῆς προσού[σης] αὐλῆς POxy.247.24 (I d.C.), οἰκία καὶ αἴ. καὶ χρηστήρια PSI 1117.24 (II d.C.), cf. POxy.268.22 (I d.C.), SB 13294.9, PMerton 122.5 (ambos II d.C.), POxy.1957.12 (V d.C.).
2 ἔθρια· εὐδία Hsch.l.c.
• Etimología: Cf. αἴθρα, αἰθήρ.

Greek Monotonic

αἴθριος: -ον (αἴθρη), καθαρός, λαμπρός, ανέφελος, ξάστερος, λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του Διός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἴθριος:
1) чистый, ясный, безоблачный (ἄνεμος HH, Arst.): ὁ Ζεὺς ἄλλοκα μὲν πέλει αἴ., ἄλλοκα δ᾽ ὕει Theocr. то стоит ясная погода, то идет дождь;
2) холодный (πάγος Soph.).

Middle Liddell

αἴθρη
clear, bright, fair, of weather, Hhymn., Hdt.; epithet of Ζεύς, Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἴθριος -ον αἰθήρ
1. helder (van weer); ook als epithet van Zeus van de heldere hemel.
2. subst. n.., τὸ αἴθριον ‘aithrium’, d.w.z. atrium (Lat.; het Grieks betekent eigenl. ‘plaats in de openlucht’; het Latijnse woord is aangepast om het een doorzichtige Griekse betekenis te geven).

English (Woodhouse)

exposed to the weather, in the open air, under the open sky

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)