λαγνεία

From LSJ
Revision as of 16:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγνεία Medium diacritics: λαγνεία Low diacritics: λαγνεία Capitals: ΛΑΓΝΕΙΑ
Transliteration A: lagneía Transliteration B: lagneia Transliteration C: lagneia Beta Code: lagnei/a

English (LSJ)

Ion. λαγν-είη, ἡ, A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).

Greek (Liddell-Scott)

λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.

Greek Monolingual

η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῦ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.

Greek Monotonic

λαγνεία: ἡ, λαχτάρα, επιθυμία, συνουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λαγνεία:
1) соитие Arst.;
2) похоть, распутство Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

λαγνεία, ἡ,
lasciviousness, lust, Xen. [from λάγνος