λυσσομανής
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ές, A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.
Greek Monolingual
-ές (Α λυσσομανής, -ές)
μανιώδης, λυσσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μανής].
Greek Monotonic
λυσσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη ορμή, λυσσασμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσομᾰνής:
1) яростный, страшный в своей ярости (κακόν Anth.);
2) развевающийся как у безумного (πλόκαμοι Anth.).