προσάρκτιος

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρκτιος Medium diacritics: προσάρκτιος Low diacritics: προσάρκτιος Capitals: ΠΡΟΣΑΡΚΤΙΟΣ
Transliteration A: prosárktios Transliteration B: prosarktios Transliteration C: prosarktios Beta Code: prosa/rktios

English (LSJ)

ον, A northerly, Plb.34.5.9, Str.1.4.5, J.BJ1.7.3.

German (Pape)

[Seite 752] gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρκτιος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν, βόρειος, Πολύβ. 34. 5, 9, Στράβ. 64, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
septentrional.
Étymologie: πρός, ἄρκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)].

Greek Monotonic

προσάρκτιος: -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

προσάρκτιος: лежащий к северу, северный Polyb.

Middle Liddell

προσ-άρκτιος, ον, ἄρκτος
towards the north, Strab.