αἱρέσιμος
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.
Spanish (DGE)
-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.
Greek Monotonic
αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἱρέσιμος: могущий быть взятым (штурмом), уязвимый (τεῖχος Xen.).
Middle Liddell
αἱρέω
that can be taken, Xen.