εὔπρυμνος
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ον, A with goodly stern or poop, νῆες Il. 4.248, B.12.150, cf. Hp.Ep.14, E.IT1000, 1357; πλάται Id.IA723.
German (Pape)
[Seite 1091] mit schönem Hintertheil, wohlverziertem Spiegel, νῆες Il. 4, 248; Eur. I. T. 1000; πλάται I. A. 723.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπρυμνος: -ον, ἔχων καλὴν πρύμναν, νῆες Ἰλ. Δ. 248, Εὐρ. Ι. Τ. 1000, 1357
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle poupe, à la poupe solide.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.
English (Autenrieth)
(πρυμνή): of ships, with well-built or decorated sterns, Il. 4.248†.
Greek Monolingual
εὔπρυμνος, -ον (Α)
με ωραία πρύμνη («νῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»].
Greek Monotonic
εὔπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που είχε καλή πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπρυμνος: с крепкой или красивой кормой (νῆες Hom.; πλάται Eur.).
Middle Liddell
εὔ-πρυμνος, ον πρύμνα
with goodly stern, Il., Eur.