μισάμπελος
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ον, A hating the vine, App.Anth.4.20.
German (Pape)
[Seite 189] den Weinstock hassend, κρήνη, Ep. ad 198 (App. 100).
Greek (Liddell-Scott)
μῑσάμπελος: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἄμπελον, πηγὴν μισάμπελον Ἀνθ. Π. παράρτ. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ennemi de la vigne.
Étymologie: μισέω, ἄμπελος.
Greek Monolingual
μισάμπελος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄμπελος.
Greek Monotonic
μῑσάμπελος: -ον, αυτός που αποστρέφεται το κρασί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσάμπελος: враждебный виноградной лозе (κρήνη Anth.).