ὑφαλμυρίζω

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαλμῠρίζω Medium diacritics: ὑφαλμυρίζω Low diacritics: υφαλμυρίζω Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΙΖΩ
Transliteration A: hyphalmyrízō Transliteration B: hyphalmyrizō Transliteration C: yfalmyrizo Beta Code: u(falmuri/zw

English (LSJ)

A to be or taste somewhat salt, Id.1.14, Plu.2.669b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαλμῠρίζω: εἶμαι ὑφάλμυρος, ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) ἐπίπαγος ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.

French (Bailly abrégé)

être un peu salé.
Étymologie: ὑπό, ἁλμυρός.

Greek Monolingual

ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν
(αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαλμῠρίζω: иметь солоноватый вкус: τὰ ὑφαλμυρίζοντα μετρίως τῶν σιτίων Plut. умеренно соленые кушанья.