πίσσανθος

From LSJ
Revision as of 16:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσανθος Medium diacritics: πίσσανθος Low diacritics: πίσσανθος Capitals: ΠΙΣΣΑΝΘΟΣ
Transliteration A: píssanthos Transliteration B: pissanthos Transliteration C: pissanthos Beta Code: pi/ssanqos

English (LSJ)

εος, τό, A the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.

German (Pape)

[Seite 619] τό, der dünne, obenauf schwimmende Theil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσανθος: -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅταν ἡ ὠμὴ πίσσα ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς μέρος τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ ὅπερ ὁ Ἱππ. καλεῖ ὀρρός πίσσης, 877Α (πρβλ. ὀρρόπισσα), παρὰ Διοσκ. πισσέλαιον 1. 95.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος.