κακκαλία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72. II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.
Greek Monolingual
κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].
Frisk Etymological English
Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.
Frisk Etymology German
κακκαλία: {kak(k)alía}
Grammar: f.
Meaning: N. verschiedener Pflanzen (Dsk., Plin.);
Derivative: κακαλίς· νάρκισσος H.
Etymology: Vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,758