κακκαλία

From LSJ
Revision as of 09:55, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκαλία Medium diacritics: κακκαλία Low diacritics: κακκαλία Capitals: ΚΑΚΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakkalía Transliteration B: kakkalia Transliteration C: kakkalia Beta Code: kakkali/a

English (LSJ)

ἡ, A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72. II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.

Frisk Etymology German

κακκαλία: {kak(k)alía}
Grammar: f.
Meaning: N. verschiedener Pflanzen (Dsk., Plin.);
Derivative: κακαλίς· νάρκισσος H.
Etymology: Vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,758