παμμεγέθης
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ες, = πάμμεγας (very great, immense), Pl. Prm. 164d, Lg. 913d, X. Mem. 3.6.13, Timocl. 8.14, D. 19.241, Arist. GA 745a34, al., Men. Her. 2 ; neut. as adverb, παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin. 2.106, cf. Men. Sam. 149.
German (Pape)
[Seite 453] ες, = Vorigem; πλῆθος θησαυροῦ παμμέγεθες, Plat. Legg. XI, 913 d; πρᾶγμα, Xen. Mem. 3, 6, 13; ὄρος, Pol. 5, 59, 4, öfter, u. a. Sp.; auch adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, Aesch. 2, 106 u. Luc. Catapl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
παμμεγέθης: -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
tout à fait grand ; neutre adv. • παμμέγεθες ESCHN fortement.
Étymologie: πᾶν, μέγεθος.
Greek Monolingual
παμμεγέθης, -μέγεθος (ΑΜ)
1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες
πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μεγέθης (< μέγεθος)].
Greek Monotonic
παμμεγέθης: -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
παμμεγέθης: чрезвычайно большой, огромный, громадный (πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.
Middle Liddell
παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.]
neut. as adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin.