ἀνθικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθικός Medium diacritics: ἀνθικός Low diacritics: ανθικός Capitals: ΑΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: anthikós Transliteration B: anthikos Transliteration C: anthikos Beta Code: a)nqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A flowering, τὰ ἀ., opp. τὰ φρυγανικά, Thphr.HP6.62.

German (Pape)

[Seite 232] die Blumen betreffend, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθηὅμοιος τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = ἄνθη, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que produce flores τὰ ἀ. de las coronarias, op. τὰ φρυγανικά Thphr.HP 6.6.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθη
αρχ.
εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.