ἐξάπλωσις

From LSJ
Revision as of 15:40, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάπλωσις Medium diacritics: ἐξάπλωσις Low diacritics: εξάπλωσις Capitals: ΕΞΑΠΛΩΣΙΣ
Transliteration A: exáplōsis Transliteration B: exaplōsis Transliteration C: eksaplosis Beta Code: e)ca/plwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A unfolding, δακτύλων S.E.M.2.7; τῶν ὑμένων εἰς πλάτος Aret.SA1.8; opp. πίλησις, Ph.1.385 (pl.). 2 opening out, of roots, Archig. ap. Orib.8.2.12. II explanation, Erot. Prooem. III expansion or paraphrase of an expression, S.E.M. 7.51. b Math., expansion, εἰς μονάδας Nicom.Ar.2.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, die Entfaltung, Aret.; καὶ ἔκτασις τῶν δακτύλων S. Emp. adv. rhet. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάπλωσις: -εως, ἡ, ἅπλωμα, ἐπέκτασις, αἱ τῶν ὑμένων ἐς πλάτος ἐξαπλώσιες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 8· ἀντίθετον τῷ πίλησις, Φίλων 1. 385, 33. ΙΙ. ἀνάπτυξις, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, διὰ δὲ τῆς ἐξαπλώσεως ἐμφανίσομεν πόσα σημαίνουσιν (αἱ λέξεις) Ἐρωτιαν. ἐν τῷ προοιμ. σ. 18.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. ἐξαπλώσιες Aret.SA 1.8.2]
1 extensión, despliegue ἐ. ... τῶν δακτύλων S.E.M.2.7, αἱ τῶν ὑμένων ἐς πλάτος ἐξαπλώσιες las extensiones de las membranas a lo ancho Aret.l.c.
ref. raíces de una planta extensión completa Archig. en Orib.8.2.12.
2 de líquidos desparramamiento, fluidez op. πίλησις Ph.1.385.
3 fig. propagación, expansión τὴν καθ' ὅλης τῆς ... οἰκουμένης ἐξάπλωσιν τῆς ἐκκλησίας Eus.DE 6.18 (p.279).
4 en la esfera de la lengua explicación διὰ δὲ τῆς ἐξαπλώσεως ἐμφανίσομεν πόσα σημαίνουσι Erot.8.12, cf. Gal.1.305, 7.825, ἡ τῆς διανοίας ἐ. Eun.Cyz.Apol.6
paráfrasis de una expresión ὥστε τοιοῦτον εἶναι κατὰ ἐξάπλωσιν τὸ ὑπ' αὐτοῦ λεγόμενον S.E.M.7.51.
5 geom. proyección πεντάγωνος ... ἀριθμὸς ὁ καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν ἐξάπλωσιν τὴν εἰς μονάδα σχηματογραφούμενος Nicom.Ar.2.10, σφαιρικῆς ἐπιφανείας ἐ. Synes.Astrolab.5.

Greek Monolingual

ἑξάπλωσις, η (Μ) εξαπλώ
ο πολλαπλασιασμός επί έξι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάπλωσις: εως ἡ
1) распростирание (ἐ. καὶ ἔκτασις τῶν δακτύλων Sext.);
2) досл. развертывание, перен. разъяснение (sc. τοῦ λεγομένου Sext.).