ἐλάϊνος
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
η, ον, A of olive-wood, ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ Il.13.612; στειλειόν Od.5.236, cf. Thphr.HP 5.3.7, PLond.3.1177 (ii A.D.), etc. b of olive-branches, στέφανος D.Chr.31.110. c of the olive-tree, φυλλάς Str.16.4.13. 2 of olive-oil, Orph.L.717. 3 of olives, ἔλαιον LXXLe.24.2, J.AJ3.8.3. (Also spelt ἐλαίινος IG2.678B.)
German (Pape)
[Seite 788] von Olivenholz gemacht, Il. 13, 612 u. öfter; Sp., auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάϊνος: -η, -ον, ἐκ ξύλου ἐλαίας κατεσκευασμένος, ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ Ἰλ. Ν. 612, στειλειὸν... ἐλάϊνον Ὀδ. Ε. 236.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'olivier, en bois d'olivier.
Étymologie: ἐλαία.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον PMag.3.291]
I 1de madera de olivo πέλεκκον Il.13.612, στειλειόν ἐ. mango de madera de olivo, Od.5.236, φυλλάς Str.16.4.13, σφηνώσει σφησὶν ἐλαΐνοις IG 22.463.44 (IV a.C.), ξύλα ἐλάϊνα IEleusis 177.9, 190 (IV a.C.), SB 16652.215 (II d.C.), Thphr.CP 5.4.3, IG 11(2).163A.57 (Delos III a.C.), Gp.9.25.3, τράπεζα PMag.l.c., ναός PMag.7.870
•neutr. plu. subst. τὰ ἐλάϊνα madera de olivo Thphr.HP 5.9.8.
2 de olivo ῥίζαι con las que se hacían estatuas pequeñitas, Thphr.HP 5.3.7, φυτά PRyl.138.11 (I d.C.), δένδρεα IMylasa 207.11 (II/I a.C.), στέφανος D.Chr.31.110, Artem.4.28
•neutr. sg. subst. ramo de olivo στεφανοῦ δὲ τὸ ναϊσκάριον ἐλαΐνῳ corona la capilla con una rama de olivo, PMag.4.3154, cf. 5.218.
II 1de aceite de oliva δῶρον ἐ. Ἀτρυτώνης Orph.L.717.
2 de oliva ἔλαιον ἐ. καθαρὸν κεκομμένον εἰς φῶς aceite puro de oliva prensada para iluminación LXX Le.24.2, cf. I.AI 3.197, IEOG 329 (Bactria II a.C.), ἔλαιον ἐ. νέον καθαρὸν ἄδολον BGU 2483.6 (III d.C.)
•neutr. subst. plu. o sg. aceite de oliva ἐλαινῶν σταμνία PSI 535.22, ἐλαινῶν ἡμικάδιον PSI 428.59 (ambos III a.C.), ἐλαίνου μὲν μετρητὰς δύο PFay.96.16 (II d.C.), στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων Gp.12.30.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλάϊνος, -η, -ον)
1. αυτός που προέρχεται από ελιά
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη
ο ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης
αρχ.
1. ελαΐνεος
2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά
3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος
4. αυτός που προέρχεται από λάδι ελιάς.
Greek Monotonic
ἐλάϊνος: -η, -ον (ἐλαία), κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς, σε Όμηρ.