ἐνδεῶς
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière insuffisante ; ἐνδεεστέρως ἤ THC moins que ; ἐνδεῶς ἔχειν τινός PLUT manquer de qch;
Cp. ἐνδεεστέρως.
Étymologie: ἐνδεής.
Greek Monotonic
ἐνδεῶς: επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεῶς: недостаточно (γνῶναί τι Thuc.): ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Dem. меньше, чем следовало; ἐ. ἔχειν τινός Eur., Plut. ощущать недостаток в чем-л.; ἐ. πράττειν τοῖς ἰδίοις Plut. нуждаться, бедствовать.
Middle Liddell
adverb[adverb of ἐνδεής, q. v.]