περιπλίξ
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
embracing with the legs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 588] adv., mit ausgespreizten Füßen, divaricatis pedibus.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλίξ: «περιειληφὼς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ- του περιπλίσσομαι + επιρρμ. κατάλ. -ς (πρβλ. αμφιπλίξ)].