προεισπέμπω
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
send in before, X.Cyr.5.2.6, J.AJ 14.11.6, Luc.Alex.11, etc.
German (Pape)
[Seite 718] vorher hineinschicken; Xen. Cyr. 5, 2, 6; Luc. Alex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
προεισπέμπω: εἰσπέμπω πρότερον, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, Λουκ. Ἀλέξ. 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer en avant, acc.;
2 introduire auparavant, particul. introduire avec pompe, acc..
Étymologie: πρό, εἰσπέμπω.
Greek Monolingual
Α
στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»].
Greek Monotonic
προεισπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προεισπέμπω: высылать вперед (προσκόπους Xen.): προεισπέμπεται χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκώς Luc. (актер) выступает (на сцену) в пурпурном хитоне.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εισπέμπω van tevoren naar binnen sturen.