προσωφελητέον
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
one must assist, X.Ages.11.8.
Greek (Liddell-Scott)
προσωφελητέον: δεῖ προσωφελεῖν, Ξεν. Ἀγησ. 11, 8.
Greek Monotonic
προσωφελητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.