πυκνά
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
neut. used as adverb, v. πυκνός B. 11.
German (Pape)
[Seite 815] als adv. gebr. neutr. plur. von πυκνός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. πυκνός.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. βλ. πυκνός.
Greek Monotonic
πυκνά: ουδ. που χρησιμ. ως επίρρ., βλ. πυκνός Β. II.
Russian (Dvoretsky)
πυκνά: adv. часто, поминутно (ἀποβλέπειν Plat.; μεταστρέφεσθαι Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκνά adv., zie πυκνός.
English (Woodhouse)
(see also: πυκνός) frequently