σάτον
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
τό, a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about a modius and a half or 24 sextarii, LXX Hg.2.17(16), Ev.Matt.13.33, al., J.AJ9.4.5. (Hebr. seah.)
Greek (Liddell-Scott)
σάτον: τό, Ἑβραϊκὴ λέξις, τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = περίπου πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mesure hébraïque pour les produits secs (farine, grain …), valant un modius romain et demi ou 24 setiers (12 litres).
English (Strong)
of Hebrew origin (סְאָה־); a certain measure for things dry: measure.
English (Thayer)
(Hebrew כְאָה, Chaldean כָאתָא, Syriac)t)S ), σατου, τό, a kind of dry measure, a modius and a half (equivalent to about a peck and a half (cf. μόδιος)) (Josephus, Antiquities 9,4, 5 ἰσχύει δέ τό σάτον μόδιον, καί ἥμισυ ἰταλικον; cf. Aq. and Symm.); A. V. 'three measures of meal' i. e. the common quantity for 'a baking' (cf. 1 Samuel 1:24)).
Greek Monolingual
τὸ, Α
μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. şeah].
Greek Monotonic
σάτον: τό, εβρ. μονάδα μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = κόρος, περίπου 1 ½ μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σάτον: τό (евр.) сат (мера сыпучих тел = 1.5 римск. модиям, т. е. ок. 13 л) NT.
Middle Liddell
σάτον, ου, τό,
a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about 1 ½ modii or 24 sextarii, NTest.
Chinese
原文音譯:s£ton 沙團
詞類次數:名詞(2)
原文字根:細亞(容量單位)
字義溯源:一種量器,斗;約合13公升,中譯:斗。源自希伯來文(סְאָה)=細亞,容量單位,約合13.214公升)。參讀 (κόρος)同義字
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 斗(2) 太13:33; 路13:21