φιλαλληλία
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ἡ, mutual love, Tz.ad Hes.Op.42: metaph. of numbers, affinity, Nicom.Ar.2.19, Iamb.in Nic.p.30P.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, gegenseitige Liebe, Nicom. arithm. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαλληλία: ἡ, ἡ πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη, τὸ ἐξ ἀγάπης καὶ φιλαλληλίας ἐπιστάξαι δάκρυον Κύριλλ. Ἀλεξ. Γλαφυρ. εἰς Δευτερονόμ. σ. 412, Εὐστάθ. 1126, 32, Πονημάτ. 13, 1, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάλληλος
η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός.