φιλοπαίγμων

From LSJ
Revision as of 19:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπαίγμων Medium diacritics: φιλοπαίγμων Low diacritics: φιλοπαίγμων Capitals: ΦΙΛΟΠΑΙΓΜΩΝ
Transliteration A: philopaígmōn Transliteration B: philopaigmōn Transliteration C: filopaigmon Beta Code: filopai/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (παίζω) fond of play, sportive, ὀρχηθμός Od.23.134; ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198, cf. Ar.Ra.333 (lyr.), Them.Or.24.301c, Lib.Decl.30.68: of the lion, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Arist.HA629b11: epithet of Pan, BCH50.240 (Thasos, iii/ii B. C.). The more Att. form φιλοπαίσμων occurs in Pl.R.452e, Cra.406c; cf. Poll.5.161. Adv. φιλοπαιγμόνως ibid.

German (Pape)

[Seite 1283] ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηθμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπαίγμων: -ον, (παίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ παίζῃ, «παιγνιδιάρης», «παιγνιδιάρικος», αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς… ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ὀρχηστῆρες Ἡσ. Ἀποσπ. 13. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 333· ἐπὶ τοῦ λέοντος, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2. ― Ὁ Ἀττικώτερος τύπος φιλοπαίσμων (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφῆς -παίγμων) ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Πολ. 452Ε, Κρατ. 406C· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 241. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Εϳ, 161. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. φιλοπαίσμων.
Étymologie: φίλος, παίζω.

English (Autenrieth)

ονος (παίζω): fond of play, merry, Od. 23.134†.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, -ον, Α
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει
αρχ.
αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παίγμων (< παῖγμα «παιχνίδι» < παίζω), πρβλ. χορο-παίγμων].

Greek Monotonic

φῐλοπαίγμων: -ον (παίζω), αυτός που αγαπάει το παιχνίδι, παιχνιδιάρης, ευτράπελος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπαίγμων: 2, gen. ονος παίζω игривый, резвый, шаловливый (ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.).

Middle Liddell

φῐλο-παίγμων, ον, παίζω
fond of play, playful, sportive, Od., Ar.