χοιριδιέμπορος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, pig-dealer, PFay.108 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ-έμπορος)].
Full diacritics: χοιρῐδιέμπορος | Medium diacritics: χοιριδιέμπορος | Low diacritics: χοιριδιέμπορος | Capitals: ΧΟΙΡΙΔΙΕΜΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: choiridiémporos | Transliteration B: choiridiemporos | Transliteration C: choiridiemporos | Beta Code: xoiridie/mporos |
ὁ, pig-dealer, PFay.108 (ii A. D.).
ὁ, Α
χοιρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ-έμπορος)].