βαυκός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, prudish, affected, Arar.9.
German (Pape)
[Seite 439] VLL. τρυφερός, spröde, zärtlich thuend, Araros bei Aspas. zu Arist. eth. Nicom. IV p. 58.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκός: -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ τρυφερός, Ἀραρὼς Καμπ. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
délicat, dédaigneux, prude.
Étymologie: DELG terme populaire, sans étym.
Spanish (DGE)
-όν
blando, delicado βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, EM 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.
•estúpido Hsch.β 191.
• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. βαυκαλάω q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
Greek Monolingual
βαυκός, ο (Α)
1. τρυφερός, αβρός, μαλακός
2. προσποιητός, επιτηδευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το βαυκαλώ, με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν ο τ. βαύκαλος είναι παρεκτεταμένη μορφή του βαυκός ή αν το βαυκός είναι μεταπλασμένος τ. του βαύκαλος].
Greek Monotonic
βαυκός: -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: affected, prudish (Arar. 9),
Compounds: βαυκοπανοῦργος (Arist. EN 1127b 27).
Derivatives: βαυκίδες pl. womens shoes (Com., Herod.; Schwyzer 464f.). βαυκίζομαι, -ίζω to play the prude, θρύπτεσθαι (Alex. Com.); βαυκισμός a dance (Poll.). PN Βαῦκος. - βαυκαλάω s.s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. γλαυκός, σαυκός, φολκός. Probably a Pre-Gr. adj. (but Fur. comparison with ψαυκρός, μαυκυρός is not evident). - The shoes may be unrelated; Iran. comparanda s. Rundgren, Orientalia Suecana 6 (1957) 60f.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
βαυκός: {baukós}
Meaning: geziert, affektiert (Arar. 9),
Composita: als Vorderglied in βαυκοπανοῦργος (Arist. EN 1127b 27).
Derivative: Davon (oder von βαυκίζομαι) βαυκίδες pl. Art Frauenschuhe (Kom., Herod.; zur Bildung Schwyzer 464f., Chantraine Formation 337f.). Denominativum βαυκίζομαι, -ίζω geziert sein, θρύπτεσθαι (Alex. Kom., H., AB) mit βαυκίσματα pl. Geziertheit, τρυφερώματα (AB, H.) und βαυκισμός Art Tanz (Poll., H.). Außerdem der EN Baucis. — Eine λ-Erweiterung liegt in βαύκαλος vor, s. βαυκαλάω.
Etymology: Familiäres Wort ohne Etymologie. Zum Ausgang vgl. γλαυκός, φολκός und einige andere mehr oder weniger unklare Adjektiva. Reiches Material zum κ-Suffix bei Specht Ursprung 186ff.; außerdem Solta Sprache 2, 122ff.; die Vermutung einer ursprünglichen Ich-Deixis schwebt ganz in der Luft.
Page 1,228